Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2025

Πολιτικά διδάγματα από τη θεωρία κατανεμημένων συστημάτων

Στην Πληροφορική, όσοι έχουμε ασχοληθεί με θεωρία κατανεμημένων συστημάτων, γνωρίζουμε καλά το Byzantine Generals Problem: το κλασικό πρόβλημα του πώς ένα σύνολο κόμβων μπορεί να φτάσει σε κοινή απόφαση όταν κάποιοι από αυτούς είναι αναξιόπιστοι, παραποιούν μηνύματα ή απλώς δεν συνεργάζονται.


Το πρόβλημα αυτό δεν είναι μόνο μια θεωρητική άσκηση. Είναι η θεμελιακή έκφραση του πώς λειτουργούν (ή αποτυγχάνουν) τα συστήματα όταν απαιτείται συντονισμένη δράση αλλά το περιβάλλον είναι μη αξιόπιστο. Και η τραγική του δύναμη βρίσκεται στο εξής: ακόμη και αν οι περισσότεροι κόμβοι είναι καλοπροαίρετοι, η έλλειψη εμπιστοσύνης, η αβεβαιότητα, ή η κλειστότητα στην επικοινωνία μπορεί να οδηγήσει το σύστημα σε αδιέξοδο, παράλυση ή και καταστροφή.

Ως επιστήμονας της Πληροφορικής, δεν μπορώ να μη βλέπω την αναλογία με την ελληνική κοινωνική πραγματικότητα: Ζούμε στις μέρες μας μια ανθρώπινη εκδοχή του Byzantine Generals Problem: Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν το καλό και βλέπουν τις παθογένειες. Θα προτιμούσαν μια κοινωνία πιο δίκαιη, πιο καθαρή, πιο ανθρώπινη. Αλλά κανείς δεν κάνει το πρώτο βήμα.

Γιατί; Γιατί υπάρχει η ίδια αβεβαιότητα που παραλύει και τους υπολογιστικούς κόμβους: «Κι αν εγώ κινηθώ και κανείς άλλος δεν ακολουθήσει; Κι αν γίνω ο μόνος ‘αφελής’; Κι αν ο διπλανός μου συνεχίσει να λειτουργεί κυνικά και εγώ μείνω εκτεθειμένος;». 

Έτσι ο άνθρωπος μένει αδρανής, περιμένοντας κάποιο «πλειοψηφικό σήμα» που δεν έρχεται ποτέ. Και η απάθεια αναπαράγεται όπως η βλάβη σε ένα κατανεμημένο σύστημα: σιωπηρά, ύπουλα, με λογικούς αλλά καταστροφικούς μηχανισμούς.

Και μέσα σε αυτή την καθυστέρηση, μια βαθύτερη παθολογία απλώνεται: Ο μιθριδατισμός απέναντι στο κακό.... Συνηθίζουμε την παρανομία, συνηθίζουμε την αναξιοπρέπεια, συνηθίζουμε την αδικία, μέχρι που δεν μας σοκάρει πια. Και μετά, στον ίδιο βαθμό που ανεχόμαστε αυτά που δεν θα έπρεπε, θρέφουμε και μέσα μας την αίσθηση ότι «τίποτα δεν αλλάζει».

Αυτός ο κύκλος είναι η ανθρώπινη εκδοχή του Byzantine Failure: η κοινωνία χάνει την ορατότητα του συλλογικού καλού, και ο καθένας βυθίζεται στην ιδιωτική απαισιοδοξία, ενώ τα ίδια τα προβλήματα γίνονται αυτοσυντηρούμενα.

Και υπάρχει κάτι ακόμα πιο λεπτό: Όταν κατηγορούμε την απάθεια των άλλων χωρίς να πράττουμε οι ίδιοι το ελάχιστο που αναλογεί σε μας, τότε (χωρίς να το συνειδητοποιούμε) νομιμοποιούμε το φαινόμενο που καταγγέλλουμε. Γινόμαστε μέρος του προβλήματος που λέμε ότι πολεμάμε.

Η κοινωνική αλλαγή δεν μπορεί να περιμένει «τους άλλους». Δεν θα υπάρξει ποτέ τέλειο σήμα συντονισμού. Καμία πλειοψηφία δεν θα εμφανιστεί πρώτα. Καμία μαγική στιγμή δεν θα φέρει την «κατάλληλη συνθήκη». Έτσι δεν λειτουργεί ούτε η ζωή, ούτε τα συστήματα, ούτε η ιστορία.

Σε κάθε Byzantine Generals σύστημα, υπάρχει πάντα ένας κόμβος που πρέπει να τολμήσει να δράσει πρώτος. Όχι επειδή έχει εγγυήσεις. Αλλά επειδή χωρίς αυτόν, το σύστημα δεν θα κινηθεί ποτέ.

Το ίδιο ισχύει και για εμάς. Αν θέλουμε μια κοινωνία πιο δίκαιη,

πιο καθαρή, πιο ανθρώπινη, πιο φωτεινή, ας αρχίσουμε εμείς. Χωρίς να περιμένουμε τους πολλούς. Γιατί οι πολλοί περιμένουν εμάς.

Το σκοτάδι δεν φεύγει με αναλύσεις. Φεύγει όταν κάποιος ανάψει το πρώτο φως. Ας είναι αυτό το φως δικό μας έργο! 

Ελληνισμός: ένα Έθνος Εσωτερικής Καύσης

Παρακολουθώντας τη δημόσια συζήτηση για το τι συνέβη το 2015-2019 με αφορμή την "Ιθάκη", θα ήθελα να προσπαθήσουμε να προσπεράσουμε σκοπιμότητες και κατηγορίες για τυχόν ψεύδη και προδοσίες και να εστιάσουμε σε ένα επαναλαμβανόμενο ιστορικό μοτίβο για να διδαχθούμε από την πρόσφατη ιστορία μας και να δούμε με καθαρή ματιά το παρόν και το μέλλον μας.

Ο ελληνισμός έχει αποδείξει ότι διαθέτει σε στιγμές δύσκολες μια ασυγκράτητη ορμή. Μικρός στον χάρτη, αλλά απέραντος στην ψυχή. Ένα έθνος που, όταν απειλείται η αξιοπρέπειά του, πετάει από πάνω του τους αριθμούς, τις στατιστικές, τα «δεν γίνεται», και διεκδικεί αυτό που ο υπόλοιπος κόσμος θεωρεί ανέφικτο.

Γι’ αυτό η Ελλάδα είναι πάντα ανάμεσα σε δύο άκρα: στο ένα άκρο βρίσκεται το θαύμα και στο άλλο το τραύμα. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Είναι το πεπρωμένο ενός Έθνους Εσωτερικής Καύσης. Όταν η φλόγα του λαού συναντήσει ηγεσία αντάξια, γεννιούνται νίκες που ξεπερνούν κάθε λογική. Όταν όχι, η φλόγα, αντί να προχωρήσει, στρέφεται μέσα μας και μας κατατρώει.

Τρεις φορές αυτό το μοτίβο καθόρισε τη μοίρα μας σε έναν μόλις αιώνα:

  • 1910–1922: Η χώρα απογειώνεται με τον Βενιζέλο, νικά στους Βαλκανικούς, υψώνει απαιτήσεις ιστορίας. Κι όμως, ο Διχασμός κόβει το έθνος στα δύο και η Μικρασιατική Καταστροφή εξαϋλώνει έναν θρίαμβο. Η φλόγα έγινε στάχτη.
  • 1940–1949: Ο λαός σηκώνει ένα «ΟΧΙ» βαρύτερο κι από το βουνό. Η Αντίσταση ξαναδίνει στην Ελλάδα την ψυχή της. Κι όμως, η απουσία ενιαίας ηγεσίας και η αυταπάτη των συμμαχιών οδηγούν στην εμφύλια πληγή. Η φλόγα έγινε πόνος.
  • 2010–2015: Μέσα στην κρίση, ο λαός ξαναθυμάται την αξιοπρέπεια. Το δημοψήφισμα είναι μια σύγχρονη εκδοχή της ίδιας ελληνικής υπέρβασης: «Δε θα ζήσουμε γονατισμένοι». Κι όμως, η ηγεσία δεν αντέχει τη δική της υπόσχεση. Η φλόγα γίνεται απογοήτευση.

Και στις τρεις περιπτώσεις ο λαός ήταν υπέροχος. Και στις τρεις περιπτώσεις οι ηγεσίες ήταν κατώτερες του ύψους. Η βαθύτερη αλήθεια, αν έχουμε το θάρρος να την κοιτάξουμε κατάματα, είναι καθαρή:

Ο ελληνικός λαός έχει την τάση να υπερβαίνει την Ιστορία.
Οι ηγεσίες του έχουν την τάση να την παρερμηνεύουν.

Ο λαός έχει ψυχή αξιώσεων. Το κράτος συχνά έχει ορίζοντα διαχειριστή. Και τότε, η ενέργεια γίνεται αυτοτραυματισμός. Η υπερηφάνεια γίνεται διχασμός. Το όνειρο γίνεται συντριβή.

Αλλά καμία συντριβή δεν μπόρεσε να καταργήσει την ελληνική υπέρβαση. Και εδώ κρύβεται η παρηγορητική μας δύναμη: Κάθε φορά που πέσαμε, ξανασηκωθήκαμε! 

Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι αν μπορούμε. Αυτό έχει απαντηθεί με αίμα. Το ζήτημα είναι πότε θα βρεθεί η ηγεσία που θα τολμήσει να σταθεί αντάξια του λαού της. Μια ηγεσία που θα πει την αλήθεια για το κόστος της αξιοπρέπειας.

  • Που θα γνωρίζει τα όρια χωρίς να τα υποκλίνεται.
  • Που θα παίρνει το ρίσκο χωρίς να παραμυθιάζει.
  • Που θα αφήσει τη φλόγα να γίνει κινητήρας, όχι βόμβα.

Γιατί ο ελληνισμός δεν είναι φτιαγμένος για ρόλο κομπάρσου. Δεν γεννήθηκε για να επιβιώνει αλλά για να δημιουργεί. Και καμιά κρίση, κανένα μνημόνιο, κανένας διχασμός δεν θα το αλλάξει αυτό. Ίσως λοιπόν το πραγματικό ερώτημα του αιώνα μας να μην είναι «Τι έφταιξε;» αλλά «Τι μας αξίζει;». Και η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι απλή και καθαρή:

Μας αξίζει να έχουμε ηγεσία αντάξια της ψυχής μας.
Όχι να συρρικνώσουμε την ψυχή μας στο μέτρο των ηγεσιών.

Αλήθεια, εσείς τι τίτλο θα δίναται για την αυτοβιογραφία του λαού μας σε αντιδιαστολή με την "Ιθάκη";



Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2025

Σκέψεις πάνω σε ένα έργο του Δημήτρη Σκουρτέλη

Υπάρχουν έργα που δεν είναι απλώς ζωγραφικές επιφάνειες, είναι συναντήσεις. Συναντήσεις ανάμεσα στον άνθρωπο και σε κάτι που τον υπερβαίνει, ανάμεσα στο βλέμμα και στο αθέατο, ανάμεσα στον νου και σε μια αλήθεια που δεν χωρά σε λέξεις αλλά τις γεννά. Τέτοια έργα δεν ζητούν ανάλυση. Ζητούν σιωπή. Δεν ζητούν να τα «καταλάβεις». Ζητούν να σταθείς μπροστά τους με την καρδιά διαθέσιμη, όπως στέκεται κανείς μπροστά σε ένα παράθυρο που βλέπει σε μεγαλύτερο κόσμο από αυτόν που ζούμε.

Κάπως έτσι στέκεται κανείς μπροστά στο έργο του Δημήτρη Σκουρτέλη με τίτλο “Θεός, άνθρωπος, τεχνολογία, υπολογιστές”:


 
Όχι για να το εξηγήσει, αλλά για να αφήσει την ψυχή να αναρωτηθεί από πού έρχεται το φως που το διαπερνά.Διότι το έργο αυτό δεν αναπαριστά έναν κόσμο. Τον υποδεικνύει ακροθιγώς. Και αυτός ο κόσμος δεν είναι ούτε θεολογικός μόνο, ούτε φιλοσοφικός μόνο, ούτε τεχνολογικός μόνο. Είναι ένας κόσμος όπου όλα τούτα ενώνονται σε μια μυστική ενότητα,  κλαδιά ενός δέντρου που έχει τις ρίζες του σε Λόγο προαιώνιο.

Όταν το κοιτά κανείς, αισθάνεται ότι ο δημιουργός του δεν θέλησε να εξαντλήσει το νόημα, αλλά να το ανοίξει. Να αφήσει τον θεατή να ψηλαφήσει όχι τις λεπτομέρειες, αλλά το περιβάλλον του Είναι μέσα στο οποίο ο άνθρωπος, ο κόσμος και ο Λόγος συναντώνται. Γι’ αυτό η θέαση αυτού του έργου είναι, εξ αρχής, πρόσκληση. Πρόσκληση όχι να δούμε με τα μάτια, αλλά να δούμε «εν τω φωτί». Πρόσκληση να θυμηθούμε ότι ο κόσμος δεν εξαντλείται σε αυτό που φαίνεται, και ότι ο άνθρωπος δεν εξαντλείται σε αυτό που μπορεί να μετρηθεί.

Και ακόμη κάτι βαθύτερο: Όταν μια εικόνα θέτει τον άνθρωπο στο κέντρο των ακτίνων ενός κοσμικού Λόγου, μας υπενθυμίζει ότι είμαστε κάτι περισσότερο από χρήστες και δημιουργούς εργαλείων. Μας υπενθυμίζει ότι είμαστε συμμετέχοντες σε μια πράξη που ξεπερνά τις δυνάμεις μας, αλλά δεν αρνείται τη συνεργασία μας. Έτσι, η εικόνα δεν μιλά για τον κόσμο.Αφήνει τον κόσμο να μιλήσει μέσα από αυτήν. Και ο λόγος που αναδύεται δεν είναι ψιθυριστός, είναι πνοή. Είναι μια μυστική διακήρυξη ότι ο κόσμος έχει ρίζα, ότι ο άνθρωπος έχει θέση, και ότι ο Λόγος είναι το νήμα που τα ενώνει.

Ο Λόγος ως κοσμογονική αρχή

Πριν υπάρξει κόσμος, πριν υπάρξει χρόνος, πριν υπάρξει μορφή, η Γραφή δεν μας μιλά για ύλη, δεν μας μιλά για ενέργεια, δεν μας μιλά για κάποια άμορφη αρχή. Μας μιλά για Λόγο. «Εν αρχή ην ο Λόγος». Όχι ως ήχος, όχι ως σκέψη, όχι ως ιδέα. Αλλά ως αρχή του είναι. Ως δύναμη που δεν περιγράφει το ον, αλλά το καλεί. Ως προσταγή που δεν εξηγεί, αλλά γεννά.

Στη Γένεση, το μυστήριο αυτό απλώνεται με τρόπο σχεδόν τελετουργικό: «Και είπεν ο Θεός… και εγένετο». Η λέξη δεν αναφέρει κάτι ήδη υπαρκτό. Το ανασύρει από το μηδέν. Η λέξη είναι η πράξη. Η προφορά είναι η δημιουργία. Και αυτή η απλή, σχεδόν παιδική φράση, «και είπεν… και εγένετο», είναι η πρώτη διατύπωση του επιτελεστικού Λόγου στην ανθρώπινη ιστορία. Πριν από φιλοσόφους, πριν από επιστήμες, πριν από τεχνολογίες, ο κόσμος δίνεται ως αποτέλεσμα ενός Λόγου που επιτελεί. Το ίδιο πνεύμα αναπνέει στους πρώτους στίχους του Ιωάννη: όχι απλώς ότι ο Λόγος υπάρχει, αλλά ότι «πάντα δι’ αυτού εγένετο». Δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχει περάσει μέσα από την ενεργητική του δύναμη.

Αυτές οι δύο μαρτυρίες, η Γένεση και ο Ιωάννης, δεν μιλούν για δύο διαφορετικές αρχές. Μιλούν για το ίδιο άναρχο φως, που πρώτα προσκαλεί τον κόσμο στην ύπαρξη και έπειτα τον νοηματοδοτεί. Και όταν κανείς στέκεται μπροστά σε μια εικόνα που υπαινίσσεται αυτή την αρχέγονη πράξη του Λόγου, διαισθάνεται πως η κοσμογονία δεν είναι απλώς ένα γεγονός του παρελθόντος. Είναι ένας διαρκής παλμός. Ένας παλμός που περνά από το Θείο προς τον κόσμο, και από τον κόσμο προς τον άνθρωπο, και από τον άνθρωπο πάλι προς τα έργα του.

Η δημιουργία δεν ολοκληρώθηκε με την πρώτη ημέρα. Συνεχίζεται σε κάθε πράξη όπου ο Λόγος συναντά την πρόθεση, όπου η πρόθεση γίνεται μορφή, και όπου η μορφή επιστρέφει ως δώρο προς τον κόσμο. Γι’ αυτό ο επιτελεστικός Λόγος δεν είναι μόνο θεολογική έννοια. Είναι οντολογική συνθήκη της ύπαρξης. Ο κόσμος γεννήθηκε από Λόγο και ο άνθρωπος καλείται να συνεχίσει τον Λόγο σε κλίμακα ανάλογη της δικής του φύσης. Εδώ αρχίζει το μεγάλο μυστήριο: Αν ο θεϊκός Λόγος είναι κοσμογονικός, ο ανθρώπινος λόγος (στην γλώσσα, στην τέχνη, στην επιστήμη, στην τεχνολογία) είναι κοσμοποιητικός. Πλάθει κόσμους νοήματος, μορφής και πράξης, που επεμβαίνουν στη μεγάλη υφή του κόσμου.

Έτσι, ο Λόγος δεν είναι μνήμη του παρελθόντος. Είναι το νήμα με το οποίο το παρόν υφαίνεται. Και κάθε φορά που προφέρουμε κάτι, κάθε φορά που γράφουμε, κάθε φορά που προγραμματίζουμε, κάθε φορά που δημιουργούμε, μετέχουμε, άθελά μας ή ενσυνείδητα, σε εκείνη την ίδια, αρχέγονη λογική που είπε κάποτε «γενηθήτω». Αυτή η αρχή είναι η ρίζα όλου του κειμένου που θα ακολουθήσει. Είναι το θεμέλιο που μας επιτρέπει να δούμε το έργο, να δούμε την Πληροφορική, να δούμε τον ίδιο τον άνθρωπο, όχι με το βλέμμα της επιφανειακής γνώσης, αλλά με το βλέμμα εκείνων που θυμούνται ότι ο κόσμος είναι Λόγος που φανερώθηκε και Λόγος που συνεχίζεται.

Ο άνθρωπος ως φορέας και συνεχιστής του Λόγου

Αν ο κόσμος γεννήθηκε από Λόγο, τότε ο άνθρωπος δεν είναι ένα τυχαίο πλάσμα μέσα στον κόσμο. Είναι το ον που φέρει μέσα του το αποτύπωμα του Δημιουργού! Είναι το ον που καλείται να ανταποκριθεί, να απαντήσει, να συνεχίσει. Η Γραφή λέει ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση». Αυτές οι λέξεις δεν είναι φιλολογικά στολίδια. Είναι οντολογική αποστολή. Δεν σημαίνουν ότι ο άνθρωπος μοιάζει στον Θεό κατά το σώμα ή κατά το χρώμα. Σημαίνουν ότι μοιάζει κατά τη δύναμη του Λόγου. Όχι κατά την απειρότητα, αλλά κατά την κλήση. Η «εικόνα» είναι το χάρισμα. Η «ομοίωση» είναι η πορεία. Η εικόνα δίνεται. Η ομοίωση κατακτιέται. Και πώς κατακτιέται; Όχι με ηθικισμούς, όχι με εξωτερικές μορφές, αλλά με την άσκηση μιας βαθιάς, εσωτερικής ευθύνης: να κάνουμε τον λόγο μας πράξη και την πράξη μας αλήθεια.

Διότι ο άνθρωπος δεν δημιουργεί κόσμους από το μηδέν, αλλά όπου βάλει το χέρι του, αφήνει ίχνος. Και το ίχνος αυτό γίνεται μορφή του κόσμου. Και η μορφή του κόσμου επιστρέφει και σμιλεύει τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι το ον που σμιλεύει και σμιλεύεται. Είναι ο συνεχιστής της δημιουργίας όχι στη δύναμη,αλλά στη συνέπεια. Όχι στην ουσία, αλλά στο κάλεσμα. Όχι στην αυτενέργεια του θεϊκού, αλλά στην ταπεινή επιτελεστικότητα του ανθρώπινου λόγου. Κάθε ανθρώπινη πράξη είναι, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, ένα μικρό «γενηθήτω». Μια μικρή κλήση προς το φως ή προς το σκοτάδι. Μια μικρή ανάσα μέσα στον κόσμο. Και ο άνθρωπος, επειδή είναι ο μόνος που μπορεί να πει «εγώ», είναι ο μόνος που μπορεί να πει και «γεννηθήτω». Όχι για κόσμους φυσικούς, αλλά για κόσμους νοήματος, αλήθειας, σχέσης, τεχνικής, λόγου.

Η δημιουργικότητα του ανθρώπου δεν είναι τυχαία ικανότητα. Είναι ανάμνηση. Είναι ο απόηχος του αρχικού Λόγου, αυτός που χάραξε τις πρώτες μορφές της ύπαρξης. Μέσα στον άνθρωπο, αυτός ο Λόγος δεν ξαναγράφει το σύμπαν αλλά τον κόσμο του ανθρώπου. Και ο κόσμος του ανθρώπου είναι τόπος ιερής ευθύνης. Διότι ό,τι δημιουργούμε, επιστρέφει και μας δημιουργεί. Ο λόγος μας χτίζει κοινωνία. Η κοινωνία χτίζει τον χαρακτήρα μας. Ο λόγος μας γράφει νόμους. Οι νόμοι γράφουν την ιστορία. Ο λόγος μας γράφει προγράμματα. Τα προγράμματα γράφουν τον κόσμο που κατοικούμε.Ο άνθρωπος είναι αυτός ο «κόμβος» όπου ο Λόγος δεν τελειώνει. Συνεχίζεται. Και γι’ αυτό είναι φοβερό και θαυμαστό πράγμα να είσαι άνθρωπος. Διότι ο Θεός είπε τα πρώτα «γενηθήτω». Ο άνθρωπος λέει κάθε μέρα τα δικά του. Όχι με την ίδια δύναμη, αλλά με την ίδια ευθύνη. Και όταν κοιτά κανείς μια εικόνα που τον τοποθετεί στο κέντρο ενός κόσμου όπου οι ακτίνες του Θείου Λόγου απλώνονται στον νου και στα έργα του, καταλαβαίνει ότι όλες οι επιμέρους δραστηριότητες της ζωής, η γλώσσα, η τέχνη, η επιστήμη, η τεχνολογία, δεν είναι ξένες μεταξύ τους. Είναι βλαστήματα, διακλαδώσεις του Λόγου. Είναι τρόποι με τους οποίους ο άνθρωπος λέει, με δέος και με τόλμη: «Και εγώ, κατά την μικρότητά μου, θα δημιουργήσω».

Αυτή είναι η αληθινή σημασία του ανθρώπου ως φορέα και συνεχιστή του Λόγου. Όχι ότι είναι θεός, αλλά ότι είναι εικόνα Θεού. Όχι ότι έχει μέσα του άπειρη δύναμη, αλλά ότι φέρει μέσα του άπειρη ευθύνη. Και εκεί ακριβώς αρχίζει η μεγάλη προοπτική της εποχής μας. Διότι ποτέ άλλοτε ο άνθρωπος δεν είχε στη διάθεσή του τόσα μέσα για να κάνει τον λόγο του πράξη. Και ποτέ άλλοτε η πράξη αυτή δεν είχε τόσο βαθύ αντίκτυπο στον κόσμο. Εδώ λοιπόν ο άνθρωπος δεν είναι μόνο συνεχιστής. Είναι και κριτής. Κριτής του ίδιου του Λόγου που εκφέρει. Διότι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, ο λόγος μας μπορεί να γίνει σωτηρία ή καταστροφή, φως ή σκοτάδι, κόσμος ή χάος. Και αυτό είναι το μεγαλείο και ο τρόμος της Ομοίωσης.

Η Πληροφορική ως σύγχρονο πεδίο επιτέλεσης του Λόγου

Αν ο Λόγος είναι η αρχή του κόσμου, τότε η Πληροφορική είναι η αρχή του σύγχρονου κόσμου. Διότι στις μέρες μας, καμία πράξη, καμία δομή, κανένα δίκτυο,καμία κίνηση του συλλογικού μας βίου δεν είναι ανεξάρτητη από τον λόγο που δίνεται στον υπολογιστή, έναν λόγο που δεν περιγράφει, αλλά εκτελεί. Η Πληροφορική δεν είναι, όπως συχνά νομίζεται, η τέχνη της διαχείρισης δεδομένων. Είναι η τέχνη της ενεργοποίησης του Λόγου. Το κείμενο που γράφουμε σε μια γλώσσα προγραμματισμού δεν έχει ως σκοπό να εξηγήσει κάτι σε άνθρωπο, αλλά να προστάξει κάτι σε μηχανή. Και η μηχανή υπακούει. Αυτό είναι επιτελεστικός λόγος στην πιο καθαρή, γυμνή μορφή του. Αυτό που στην Γένεση είναι «γενηθήτω», στην Πληροφορική γίνεται «run», εκτέλεση-επιτέλεση! Και το «run» δεν σημαίνει «αφήνω το πρόγραμμα να περιγράψει τον κόσμο». Σημαίνει «αφήνω τον λόγο να φανερώσει έναν μικρό κόσμο». Έναν κόσμο κανόνων, αλληλεπιδράσεων, δυνάμεων, ροών. 

Κάθε πρόγραμμα είναι ένας μικρός κόσμος. Κάθε κόσμος είναι ένας χώρος οντολογικής δέσμευσης. Ο προγραμματιστής δεν είναι λοιπόν τεχνίτης. Είναι δημιουργός μικρών λόγων που μπορούν να επηρεάσουν μεγάλους κόσμους. Όχι θεός, αλλά άνθρωπος που μετέχει στην δημιουργικότητα του Λόγου με τρόπο πρακτικό, χειροπιαστό, ιστορικό. Και όσο πιο πολύ ισχύ αποκτά η τεχνολογία, τόσο πιο βαθιά γίνεται η ευθύνη του λόγου που την κινεί. Διότι σήμερα, ο λόγος του προγραμματιστή δεν διαμορφώνει μόνο εφαρμογές. Διαμορφώνει θεσμούς. Διαμορφώνει συμπεριφορές. Διαμορφώνει οικονομίες. Διαμορφώνει την ίδια την εμπειρία του κόσμου. Ο κώδικας είναι πλέον ορατή δύναμη που αγγίζει τον άνθρωπο στη σκέψη, στην εργασία, στην επικοινωνία, στη μνήμη, στη σχέση, στη θέαση του εαυτού.

Γι’ αυτό λέμε πως η Πληροφορική είναι η Επιστήμη του Επιτελεστικού Λόγου. Δεν υπάρχει άλλο ανθρώπινο πεδίο όπου ο λόγος του ενός ανθρώπου —γραμμένος σε μια γραμμή κώδικα— μπορεί να κινητοποιήσει παγκόσμια δίκτυα, αλγορίθμους, συστήματα, να επηρεάσει εκατομμύρια βίους, να αλλάξει το συλλογικό μας μέλλον. Αυτή η δύναμη δεν είναι αθώα. Δεν είναι ουδέτερη. Δεν είναι τεχνική. Είναι οντολογική, διότι αλλάζει το Είναι των πραγμάτων. Είναι ηθική, διότι αλλάζει τις σχέσεις των ανθρώπων. Είναι παιδαγωγική, διότι διαπλάθει συνειδήσεις, επιθυμίες, προσδοκίες, φόβους. Είναι πολιτική, διότι οργανώνει την ισχύ, τη γνώση, την πρόσβαση. 

Και ακριβώς επειδή η Πληροφορική είναι η μόνη σύγχρονη επιστήμη όπου ο λόγος γίνεται πράξη χωρίς ενδιάμεσο, είναι και το σημείο όπου ο άνθρωπος βρίσκεται μπροστά στην πιο μεγάλη κλήση της εποχής: να ενώσει την τεχνική με την ευθύνη, τη δημιουργικότητα με την ταπείνωση, την δύναμη με την αλήθεια. Εδώ συναντιέται η θεολογική γλώσσα με την τεχνολογική: διότι και οι δύο μιλούν για κόσμους που γεννιούνται από λόγο. Και εδώ, ο άνθρωπος δεν καλείται απλώς να προγραμματίσει, αλλά να επιτελέσει έναν λόγο που θεραπεύει, που οικοδομεί, που φωτίζει, που δεν υποδουλώνει, αλλά ελευθερώνει. Έτσι καταλαβαίνουμε την Πληροφορική όχι ως μηχανισμό, αλλά ως σύγχρονη διακονία του Λόγου. Όχι ως παραγωγή εργαλείων, αλλά ως συμμετοχή στον παλμό ενός κόσμου που συνεχίζει να δημιουργείται. Και τότε η πράξη του προγραμματισμού δεν μικραίνει τον άνθρωπο, τον μεγεθύνει. Διότι τον διδάσκει ότι ό,τι γράφει δεν μένει γραμμένο, γίνεται πραγματικό.

Το έργο του Δ. Σκουρτέλη ως υπενθύμιση της ενότητας του κόσμου

Υπάρχει μια στιγμή κατά την οποία ο άνθρωπος, αντικρίζοντας ορισμένα έργα, καταλαβαίνει, αν όχι με τη λογική, τότε με το βάθος της ψυχής, ότι ο κόσμος δεν είναι κομμένος σε κομμάτια. Ότι η διάκριση ανάμεσα σε θεολογία, φιλοσοφία, επιστήμη, τέχνη, τεχνολογία είναι δική μας, όχι του κόσμου. Ο κόσμος είναι ενιαίος, και ό,τι τον διαπερνά από άκρη σε άκρη είναι το νήμα του Λόγου. Ο Λόγος δεν είναι κατηγορία. Δεν είναι τόπος ενός μόνο πεδίου. Δεν ανήκει στους θεολόγους, ούτε στους φιλοσόφους, ούτε στους επιστήμονες, ούτε στους τεχνικούς. Ο Λόγος είναι ο ίδιος ο ιστός του πραγματικού. Είναι το νόημα που προηγείται των νοημάτων. Είναι η αρχή που δίνει μορφή σε κάθε μορφή, και ζωή σε κάθε ζωή. Και όταν στέκεται κανείς μπροστά σε μια εικόνα που, χωρίς να το κραυγάζει, φανερώνει ότι αυτός ο κόσμος κρατιέται από μια αόρατη ενότητα, μια ενότητα που πηγάζει από το Θείο, διαπερνά τον άνθρωπο και εκχέεται στα έργα του, τότε η θέαση μετατρέπεται σε κατανόηση, όχι διανοητική, αλλά οντολογική.

Σε έναν τέτοιο πίνακα, όλα συνυπάρχουν, όχι ως παραθέσεις, αλλά ως ακτίνες του ίδιου φωτός: Ο ουράνιος κόμβος της Δημιουργίας, ο ανθρώπινος κόμβος της πράξης, και ο πολιτισμικός κόμβος της γνώσης είναι τρεις εκφράσεις της ίδιας ροής. Και η ροή αυτή δεν είναι φυσική ενέργεια, είναι Λόγος που κυκλοφορεί. Δεν μπορεί κανείς να το εξηγήσει αυτό. Μπορεί μόνο να το αισθανθεί. Ότι ο κόσμος είναι υφασμένος με τέτοιον τρόπο που κάθε τι ανθρώπινο (τέχνη, νόμος, επιστήμη, τεχνολογία) είναι ταυτόχρονα και θεολογικό, διότι μιμείται τον τρόπο της πρώτης δημιουργικής πράξης: ο Θεός είπε, και έγινε. Ο άνθρωπος δεν λέει και γίνεται εκ του μηδενός, αλλά λέει και γίνεται εντός του κόσμου. Και αυτό που γίνεται, έστω μικρό, έστω εφήμερο, είναι μέρος μιας μεγαλύτερης αρμονίας που δεν σχεδιάσαμε εμείς αλλά μας χωρά όλους. Εκεί έγκειται η μεγάλη αλήθεια του έργου: Ότι ο κόσμος δεν είναι σύνολο από θραύσματα. Είναι σύμπαν. Όχι με την αστρονομική έννοια, αλλά με την εννοιολογική-ετυμολογική. Και ο Λόγος είναι αυτό που «βάζει μαζί» εκείνα που αλλιώς θα ήταν διάσπαρτα, ασύνδετα, χαώδη. Ο Θεός θέτει την αρχή, ο άνθρωπος φέρει την συνέχεια, και η γνώση, η τέχνη, η τεχνολογία είναι τα μονοπάτια όπου ο Λόγος δεν σβήνει αλλά μεταμορφώνεται. 

Μια τέτοια εικόνα δεν ζητά από εμάς να την καταλάβουμε. Ζητά να αλλάξει τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο. Ζητά να μας υπενθυμίσει ότι ο κόσμος είναι πράξη λόγου, και ότι ο άνθρωπος είναι πράξη ευθύνης. Ότι τίποτε δεν είναι ουδέτερο. Ότι όλα ανήκουν σε μια αλυσίδα νοήματος που ξεκινά πριν από εμάς και συνεχίζεται μέσα από εμάς. Και ότι η ζωή μας, οι επιλογές μας, οι δημιουργίες μας είναι μικρές, αποφασιστικές τοποθετήσεις μέσα σε αυτό το μεγάλο πεδίο Λόγου. Όποιος το καταλάβει αυτό, ακόμη και για μια στιγμή, θα δει ότι η Πληροφορική, η τέχνη, η επιστήμη, η πίστη, η φιλοσοφία δεν είναι αντίπαλες γλώσσες. Είναι διάλεκτοι της ίδιας αρχέγονης κοσμικής γλώσσας που συνέχει και ζωοποιεί την Κτίση.

Μια ελληνική κοσμοθεώρηση που επιζητεί αναγέννηση

Αν ο κόσμος είναι ενιαίος Λόγος διαχεόμενος, κι αν ο άνθρωπος είναι το ον που καλείται να συνεχίσει αυτόν τον Λόγο, τότε δεν μένει χώρος για παθητικότητα. Ο Λόγος, όταν αναγνωριστεί, ζητά ανταπόκριση. Ο ελληνικός πολιτισμός, από τους προσωκρατικούς μέχρι τους πατέρες, από τους αιώνες της τέχνης μέχρι τους αιώνες της επιστήμης, δεν είδε ποτέ τον Λόγο ως θεωρητικό στοχασμό. Τον είδε ως δρόμο. Ως τρόπο ζωής. Ως εργό δηλωτικό της ανθρωπιάς. Και κάθε φορά που ο ελληνικός κόσμος μεγάλωσε, μεγάλωσε επειδή κάποιοι άνθρωποι πήραν τον Λόγο από τα ύψη και τον έφεραν στον βίο. Έκαναν την αλήθεια πράξη. Έκαναν τη θεωρία ήθος. Έκαναν την γνώση παιδεία. Έκαναν την σοφία κοινωνία. Σήμερα, σε μια εποχή όπου όλα μοιάζουν διάσπαρτα — η τεχνολογία από τη μία, η πίστη από την άλλη, η επιστήμη σε άλλο δρόμο, η πολιτική σε άλλο βήμα — χρειαζόμαστε ξανά αυτό το ελληνικό χάρισμα: να υφαίνουμε ενότητα εκεί που ο κόσμος μας δίνει μόνο θραύσματα.

Αυτός είναι ο δρόμος της αναγέννησης που μας ταιριάζει: όχι επιστροφή στο παρελθόν, όχι  αναπαλαίωση τιμών και ιδεών, αλλά αναζωογόνηση του Λόγου μέσα στη σημερινή πραγματικότητα. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Σημαίνει ότι: 

  • Ο λόγος του πληροφορικού οφείλει να είναι λόγος συνείδησης, διότι ο κώδικας διαμορφώνει ανθρώπινες ζωές.
  • Ο λόγος του εκπαιδευτικού οφείλει να είναι λόγος ευθύνης, διότι η παιδεία είναι τελετουργία μεταμόρφωσης.
  • Ο λόγος του πολίτη οφείλει να είναι λόγος γενναιότητας, διότι η δημοκρατία αναπνέει μέσα από το θάρρος του κοινού λόγου.
  • Ο λόγος του επιστήμονα οφείλει να είναι λόγος ταπεινότητας, διότι η αλήθεια δεν είναι ιδιοκτησία αλλά κλήση.
  • Ο λόγος του τεχνίτη και του δημιουργού οφείλει να είναι καθαρός, διότι κάθε δημιουργία μας γίνεται μέρος του κόσμου.

Και όλα αυτά δεν είναι αφηρημένα. Είναι εδώ και τώρα. Διότι σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, η Πληροφορία είναι η θάλασσα μέσα στην οποία κινούμαστε όλοι. Μια θάλασσα που μπορεί να γίνει καθαρτική ή να γίνει κατακλυσμός. Που μπορεί να γίνει φως ή να γίνει τύρβη. Και η διαφορά εξαρτάται από το είδος του Λόγου που την άγει. 

Έτσι, η ελληνική κοσμοθεώρηση της ενότητας, η κοσμοθεώρηση του Λόγου που συνέχει, δεν είναι πολιτισμική νοσταλγία. Είναι πολιτικό και πνευματικό καθήκον. Είναι η απάντηση ενός λαού που καλείται να μεταφέρει το φως της παράδοσής του στον ψηφιακό 21ο αιώνα. Διότι αν ο κόσμος σήμερα είναι κώδικας, τότε χρειαζόμαστε περισσότερο παρά ποτέ τον λόγο που ερμηνεύει και νοηματοδοτεί, τον λόγο που θεραπεύει, τον λόγο που ενώνει, τον λόγο που ξαναδίνει πρόσωπο στον άνθρωπο. Και αυτός ο Λόγος (ελληνικός, πανανθρώπινος και επιτελεστικός) περιμένει από εμάς να τον αναλάβουμε, όχι να τον υμνήσουμε. 

Η αναγέννηση δεν θα έρθει από το κράτος, ούτε από τους θεσμούς. Θα έρθει από τον τρόπο με τον οποίο ο καθένας μας μιλά, πράττει, δημιουργεί, προγραμματίζει, εκπαιδεύει, συλλογίζεται, προσφέρει. Από τον τρόπο με τον οποίο ο καθένας μας φέρει τον Λόγο από το άχρονο φως στο παρόν του κόσμου. Και όταν αυτό γίνει, ο κόσμος αλλάζει. Διότι όπου ο Λόγος γίνεται πράξη, ο κόσμος γίνεται πιο αληθινός.

Κατακλείδα – Κάθαρση και επιστροφή στο Πρόσωπο

Όταν ο άνθρωπος σταθεί μπροστά σε έναν κόσμο που του ψιθυρίζει ότι όλα συνδέονται, ότι όλα εκπορεύονται, ότι όλα διαποτίζονται από Λόγο, δεν μπορεί να παραμείνει αμέτοχος. Ο φόβος, με την αριστοτελική σημασία, είναι η ανατριχίλα εκείνη που γεννιέται όταν νιώθουμε το βάρος της ευθύνης μας. Όταν καταλαβαίνουμε ότι οι πράξεις μας δεν είναι μικρές ούτε ουδέτερες, αλλά ρυτιδώσεις στο ύφασμα του κόσμου. Και ο έλεος, με την ίδια βαθιά σημασία, είναι η ήρεμη συγκίνηση που αναδύεται όταν συνειδητοποιούμε ότι ο Θεός, ο Κόσμος, ο Λόγος, δεν μας εγκατέλειψαν στην τύχη μας. Ότι, μέσα σε όλη την ατέλεια και την αδυναμία μας, ο Λόγος μάς κάλεσε να σταθούμε όρθιοι και να γίνουμε συνδημιουργοί. 

Ο φόβος μας ξυπνά. Ο έλεος μας γλυκαίνει. Και η ψυχή, περνώντας μέσα από αυτά τα δύο, αποτινάσσει το βάρος της σύγχυσης και ανακτά τη μορφή της. Αυτή είναι η κάθαρση. Και τότε ο άνθρωπος αντικρίζει το Εδώ και Τώρα με τρόπο νέο. Δεν βλέπει την πληροφορία ως τυφλό κύμα, αλλά ως ύλη λόγου που ζητά μορφή. Δεν βλέπει την τεχνολογία ως εργαλείο ισχύος, αλλά ως τόπο ευθύνης. Δεν βλέπει τον άλλο άνθρωπο ως αντικείμενο, αλλά ως συμπαρόντα στην ίδια πνοή δημιουργίας.

Η κάθαρση δεν είναι συγκίνηση, είναι αναγνώριση. Είναι η στιγμή όπου ο νους βλέπει καθαρά ότι ο κόσμος είναι έργο Λόγου και ότι ο άνθρωπος είναι εκείνος που τον συνεχίζει. Από αυτή τη γνώση πηγάζει η πράξη. Διότι όταν η ψυχή καθαρίσει, δεν χρειάζεται πια εξωτερικές εντολές, γνωρίζει τι πρέπει να πράξει. Γνωρίζει ότι κάθε της λόγος έχει βαρύτητα. Γνωρίζει ότι κάθε της πράξη χτίζει ή γκρεμίζει. Γνωρίζει ότι ο κόσμος τον οποίο αφήνουμε πίσω μας είναι ο κόσμος που δημιουργήσαμε με τον Λόγο μας.

Αυτό είναι το δώρο που αφήνει η εικόνα. Όχι απαντήσεις, όχι ιδέες, όχι θεωρίες. Αλλά μια μεταβολή του βλέμματος. Μια επιστροφή στο Πρόσωπο: του Θεού που καλεί, του Ανθρώπου που απαντά, του Άλλου που συναντάται. Και όταν ο άνθρωπος σταθεί έτσι, με ψυχή καθαρή, με νου φωτισμένο, με καρδιά που αναπνέει τον Λόγο, τότε όλα μπορούν να αρχίσουν ξανά! Διότι η κάθαρση δεν τελειώνει το δράμα, το οδηγεί στην αλήθεια του. Και η αλήθεια είναι μία: Ο κόσμος δεν είναι ένας τόπος που κατοικούμε. Είναι ένας Λόγος που μας περιμένει να τον επιτελέσουμε.

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

Με αφορμή τα όσα γίνονται και λέγονται περί Προσωπικού Αριθμού

Ο Προσωπικός Αριθμός δεν είναι απλώς διοικητική μεταρρύθμιση. Είναι τομή στην ίδια την έννοια της ταυτότητας. Πίσω από την τεχνική όψη κρύβεται ένα πολύ βαθύτερο ζήτημα: τι σημαίνει να ταυτοποιείται σήμερα ένας άνθρωπος;

Και εδώ βρίσκεται το κρίσιμο σημείο: είτε η ταυτοποίηση γίνεται με αριθμούς είτε με γράμματα/φωνήματα (όπως στο ονοματεπώνυμό μας), η διαφορά είναι αδιάφορη όταν αποκόπτεται από το ίδιο το πρόσωπο. Ο κώδικας (αριθμητικός, αλφαβητικός ή φωνητικός) δεν έχει σημασία, αυτό που μετρά είναι ότι αντικαθιστά τη σχέση με μία καταονομασία-καταχώριση.

Παραδοσιακά, το όνομα ήταν κλήση, έδειχνε προς το πρόσωπο, με τη μνήμη, τη διαδρομή και την ανοιχτή του εξέλιξη. Σήμερα, ένα αναγνωριστικό ID λειτουργεί αντίστροφα: δεν δείχνει προς το πρόσωπο, το αντικαθιστά. Η ύπαρξη νομιμοποιείται όταν «ταιριάζει» στην εγγραφή της. Και με τον ΠΑ, αυτή η λογική γίνεται καθολική.

Επιπλέον: έχουμε ήδη ΑΦΜ, ΑΜΚΑ κ.λπ., και έχουν καταγγελθεί μαζικές διαρροές. Αυτό δεν αποδεικνύει μόνο τεχνικά κενά. Δείχνει μια βαθύτερη πραγματικότητα: μια κοινωνία-κράτος που βλέπει τον πολίτη κυρίως ως φορέα δεδομένων.

Ο κίνδυνος λοιπόν δεν είναι ο αριθμός. Ο κίνδυνος είναι η μονοσημαντότητα: μία ταυτότητα, μία πύλη ύπαρξης. Αν παγώσει αυτή η πύλη, παγώνει και η λειτουργική ύπαρξη του πολίτη.

Η λύση δεν είναι «καλύτερες ταυτότητες». Η λύση είναι ένα διαφορετικό πλαίσιο:

  • πολλαπλά, μη συσχετίσιμα αναγνωριστικά,
  • ελαχιστοποίηση της ταυτοποίησης,
  • δικαίωμα στην ανωνυμία όπου δεν υπάρχει κίνδυνος,
  • διαχωρισμός μητρώων με νομικά firewalls,
  • διαφάνεια αλγορίθμων,
  • και παιδεία ψηφιακής ταυτότητας.

Γιατί, στο τέλος, δεν διακυβεύεται η «ευκολία». Διακυβεύεται η έννοια του προσώπου σε μια εποχή όπου ο άνθρωπος κινδυνεύει να γίνει μόνο αυτό που ταιριάζει στην ψηφιακή του εγγραφή.

Και μια τελευταία σκέψη, για όσους δικαιολογημένα ανησυχούν ότι οι προτάσεις για πολλαπλά αναγνωριστικά ή αυστηρό διαχωρισμό μητρώων θα εισάγουν «περιττή πολυπλοκότητα» στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση:

Η τεχνική δυσκολία δεν είναι επιχείρημα υπέρ της μονοσημαντότητας — είναι απλώς υπενθύμιση ότι η δημοκρατία πάντα απαιτεί περισσότερη δουλειά από τον αυταρχισμό.

Ναι, τα πολλαπλά αναγνωριστικά, τα firewalls μεταξύ μητρώων και η ελαχιστοποίηση ταυτοποίησης απαιτούν σοβαρό σχεδιασμό. Ναι, είναι πιο δύσκολο να φτιάξεις ένα σύστημα που προστατεύει τον πολίτη, από ένα σύστημα που απλώς τον συγκεντρώνει σε έναν ενιαίο πίνακα.

Αλλά:

  • Η πολυπλοκότητα του συστήματος δεν πρέπει να μετατρέπεται σε απλοποίηση του ανθρώπου.
  • Η ευκολία της Διοίκησης δεν μπορεί να μπαίνει πάνω από τα δικαιώματα του πολίτη.
  • Και η ασφάλεια δεν είναι ποτέ πραγματική όταν επιτυγχάνεται εις βάρος της ελευθερίας.

Αν η ηλεκτρονική διακυβέρνηση δυσκολεύεται να λειτουργήσει χωρίς μία ενιαία πύλη ταυτοποίησης για τον πολίτη, τότε αυτό δεν αποδεικνύει ότι χρειαζόμαστε μονοσημαντότητα, αποδεικνύει ότι χρειάζεται καλύτερη αρχιτεκτονική.

Η τεχνολογία μπορεί να υπηρετήσει τον άνθρωπο χωρίς να τον ισοπεδώνει. Και οι τεχνικές προκλήσεις που τυχόν θα αντιμετωπίσουμε ας είναι μια ευκαιρία για να καινοτομήσουμε. Η τεχνολογία θα πρέπει να σταματήσει να χρησιμοποιείται με όρους προπαγάνδας ενάντια στις πολιτικές ελευθερίες. Αντιθέτως: Θα πρέπει αυτές να βρούν το αντίστοιχό τους στη σύγχρονη εποχή: Τις ψηφιακές ελευθερίες και την αναγκαία νομική θωράκιση της προσωπικής ελευθερίας των πολιτών που αποτελεί το θεμέλιο λίθο για μια επιστροφή στην αυθεντική δημοκρατία. 

Ελληνική Αναγέννηση

Όταν μιλάμε για πολιτισμό, συχνά τον φανταζόμαστε σαν κάτι μακρινό: σαν αρχαίες στήλες, παλιές σελίδες, μουσεία γεμάτα σιωπή. Όμως ο πολιτισμός δεν είναι παρελθόν. Είναι τρόπος να στεκόμαστε σήμερα. Είναι η ποιότητα με την οποία ζούμε, μιλάμε, δημιουργούμε, αντιστεκόμαστε. Είναι η αναπνοή που μπαίνει μέσα μας και γίνεται ήθος.

Ας το πούμε, λοιπόν, χωρίς περιστροφές: Η Ελλάδα χρειάζεται μια νέα πολιτισμική αναγέννηση. Όχι «επιστροφή στα αρχαία». Όχι ρομαντισμούς, ούτε αναμνήσεις. Χρειάζεται κάτι απείρως πιο δύσκολο: να γίνει ξανά δημιουργός νοήματος στον σύγχρονο κόσμο.

Ο ελληνικός πολιτισμός δεν ήταν ποτέ μουσειακός. Ήταν ζωντανός, ανήσυχος, τολμηρός. Γέννησε την πόλη ως χώρο κοινού λόγου. Γέννησε την φιλοσοφία ως άσκηση ελευθερίας. Γέννησε την τραγωδία ως αλήθεια για την ανθρώπινη φύση. Γέννησε την ορθοδοξία ως βλέμμα που επιστρέφει στη βαθύτερη καρδιά του ανθρώπου. Και σε κάθε εποχή, κάτι από αυτό το πνεύμα έβρισκε τρόπο να αναστηθεί.

Σήμερα, όμως, η Ελλάδα μοιάζει να έχει εγκλωβιστεί. Χωρίς να στερείται ταλέντου, δημιουργικότητας, αγωνιστικότητας, στερείται προσανατολισμού. Και ένας λαός χωρίς προσανατολισμό δεν πάσχει από έλλειψη δυνατοτήτων. Πάσχει από έλλειψη φλόγας.

Δεν θα πω ότι φταίνε οι κρίσεις. Οι κρίσεις είναι ευκαιρίες. Δεν θα πω ότι φταίνε οι πολιτικοί. Είναι υπηρέτες συμφερόντων. Και όταν εμείς δεν έχουμε συνείδηση του δικού μας συμφέροντος υπηρετούνται συμφέροντα άλλων.  

Θεωρώ, λοιπόν, ότι αυτό που φταίει είναι η καταστροφή του νοήματος. Φταίει ότι αφήσαμε τον δημόσιο λόγο να γίνει φτηνός. Ότι θεωρήσαμε την παιδεία μηχανισμό. Ότι δεχθήκαμε το άσχημο ως «μοντέρνο», το χυδαίο ως «ειλικρινές». Ότι συνηθίσαμε στον θόρυβο, στην ταχύτητα, στην επιφανειακή πληροφορία. Ότι η καθημερινότητά μας έγινε τόσο κατακερματισμένη, που χάσαμε την αίσθηση του συνολικού οράματος.

Αν θέλουμε πολιτισμική αναγέννηση, δεν θα έρθει από υπουργεία.

Θα έρθει από στάση ζωής. Από το πώς μιλάμε, πώς διαφωνούμε, πώς μεγαλώνουμε παιδιά, πώς υπερασπιζόμαστε τον αδύναμο,  πώς οραματιζόμαστε το κοινό καλό, πώς αντιλαμβανόμαστε τη θέση μας στον μικρόκοσμό μας αλλά και στην οικουμένη!

Η αναγέννηση δεν είναι έργο καλλιτεχνών ή διανοουμένων. Είναι έργο όλων μας.  Και για να γίνει, χρειάζεται να ανακτήσουμε πέντε αρετές που κάποτε ήταν αυτονόητες:

- Το μέτρο: όχι συμβιβασμός, αλλά μεγαλείο αυτοκυριαρχίας.

- Την ευθύνη: να ξέρουμε ότι κάθε πράξη μας γράφει ιστορία.

- Την αλήθεια: όχι ως σύνθημα, αλλά ως τρόπο ύπαρξης.

- Την αξιοπρέπεια: να μη ζητιανεύουμε ούτε να υποτασσόμαστε.

- Τη γενναιότητα: να τολμήσουμε να χτίσουμε κάτι καλύτερο από αυτό που βρήκαμε.

Η νέα πολιτισμική αναγέννηση δεν ζητά από εμάς να γίνουμε ήρωες. Ζητά να γίνουμε συνειδητοί άνθρωποι που δεν εξαπατούν τον εαυτό τους. Ανθρώποι που διεκδικούν την ποιότητα πριν από την ευκολία. Ανθρώποι που δεν αφήνουν την πατρίδα τους να μικραίνει από κυνισμό και βιασύνη.

Και κάτι ακόμη, πιο βαθύ: μια πολιτισμική αναγέννηση στην Ελλάδα δεν μπορεί να είναι μίμηση. Δεν θα έρθει αντιγράφοντας ξένα μοντέλα. Θα έρθει όταν ξαναβρούμε αυτό το κρυφό νήμα που περνά από τον Όμηρο στους βυζαντινούς ψαλμούς,

από τους τραγικούς στη δημοτική ποίηση, από τους φιλοσόφους στην οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας, από τους λόγιους του 19ου αιώνα στους δασκάλους των χωριών. Το νήμα της ελληνικής ευθύνης για τον άνθρωπο.

Γιατί αυτό είναι, στο τέλος, ο ελληνικός πολιτισμός: μια πνευματική παράδοση που λέει στον άνθρωπο: «Γνῶθι σαὐτόν.

Στάσου όρθιος. Μη μικραίνεις. Μη συμβιβάζεσαι με το σκοτάδι μέσα σου. Και όταν χρειάζεται, θυσιάσου για το κοινό καλό,

γιατί μόνο έτσι σώζεται το πρόσωπο».

Αν μια νέα αναγέννηση έρθει, θα έρθει από μια τέτοια στάση. Από μια Ελλάδα που ξαναβρίσκει την αυτοπεποίθησή της όχι στη  ρητορεία, αλλά στην πράξη. Όχι στην εξιδανίκευση του παρελθόντος, αλλά στη δημιουργία ενός παρόντος που αξίζει. Όχι σε φωνές που μισούν, αλλά σε φωνές που υψώνουν. Όχι σε «τοξικές βεβαιότητες», αλλά σε γενναίες αναζητήσεις.

Και αν με ρωτήσετε ποιο είναι το πρώτο βήμα της νέας αναγέννησης, θα σας πω: να αρχίσουμε όλοι να μιλάμε και να πράττουμε σαν να αξίζει ο τόπος μας. Γιατί πράγματι αξίζει!

Η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη από σωτήρες. Έχει ανάγκη από ανθρώπους που θυμούνται ότι κουβαλούν πολιτισμό, όχι ως κειμήλιο, αλλά ως καθήκον. Ας γίνουμε τέτοιοι άνθρωποι.

Και η αναγέννηση δεν θα αργήσει. 

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2025

Προς μια φιλοσοφία του ψηφιακού πραγματικού: «Ψηφιακή Δογματική» και το «Onlife Δράμα»

Ζούμε σε μια εποχή όπου η πληροφορία έχει πάψει να είναι μέσο. Έχει γίνει περιβάλλον, υπόστρωμα και νόημα του κόσμου. Η καθημερινότητά μας, η εργασία, οι σχέσεις, ακόμη και η μνήμη και η φαντασία, διέρχονται από τον ψηφιακό χώρο, ο οποίος δεν είναι πια «εικονικός», αλλά υπερ-πραγματικός: περιέχει τη ζωή όπως το νερό περιέχει τη ροή. Σε αυτό το νέο οικοσύστημα του νοήματος, οι παραδοσιακές φιλοσοφικές διακρίσεις ανάμεσα στο σώμα και τη νόηση, στο εργαλείο και τον χρήστη, στο δεδομένο και το υποκείμενο, παύουν να έχουν σαφή όρια.

Η Τεχνητή Νοημοσύνη, ιδιαίτερα στις σημερινές της μορφές, δεν είναι απλώς ένα τεχνικό επίτευγμα. Είναι η συμπύκνωση ενός κοσμοειδώλου: της πεποίθησης ότι το πραγματικό μπορεί να περιγραφεί, να προβλεφθεί και να αναπαραχθεί υπολογιστικά. Στο μέτρο που η πίστη αυτή κυριαρχεί, εγκαθιδρύεται αυτό που αποκαλώ Ψηφιακή Δογματική: Ένα σύστημα πίστης όπου η υπολογισιμότητα αντικαθιστά την αλήθεια. Ό,τι δεν είναι επεξεργάσιμο, στατιστικά εύλογο ή προτυποποιημένο, θεωρείται αδιάφορο ή ανύπαρκτο.

Κι όμως, η ίδια η πραγματικότητα αντιστέκεται. Κάθε σύστημα, όσο τέλειος κι αν είναι ο αλγόριθμός του, συναντά ένα ρήγμα: το μη υπολογίσιμο[1]. Εκεί αναδύεται η ζωή: το αστάθμητο, το δημιουργικό, το ενδεχομενικό. Από αυτό το σημείο ξεκινά η μετάβαση προς μια νέα μετα-οντολογία της πληροφορίας, όπου η πληροφορία δεν νοείται ως νόμος, αλλά ως πράξη, ως ικανότητα να λειτουργείς μέσα στον κόσμο και να τον κρατάς ζωντανό.

Από αυτή τη σκέψη ξεδιπλώνονται δύο έννοιες που έχουν ιδιαίτερη επικαιρότητα σήμερα, μια εποχή όπου καλπάζει η Τεχνητή Νοημοσύνη και η ψηφιποίηση κάθε πτυχής του προσωπικού και κοινωνικού βίου:

·         Η Ψηφιακή Δογματική, η κριτική της πίστης στην υπολογισιμότητα. Ανατέμνει την ιστορική πορεία του Λόγου (από τη μεταφυσική του Θεού στη μηχανική του Νόμου) και δείχνει πώς η πληροφορία μπορεί να νοηθεί όχι ως σύμβαση αλλά ως μορφή ζωής.

·         Η διαπίστωση για αυτό που αποκαλώ Onlife Δράμα, τη σύντηξη πραγματικού και ψηφιακού, που μεταφέρει το βάρος από την οντολογία στην επιτελεστικότητα, από το «είναι» στο «πράττειν». Εκεί, ο άνθρωπος και ο υπολογιστικός πράκτορας δεν συνυπάρχουν απλώς: συν-υποδύονται ρόλους πάνω στη σκηνή του ψηφιακού πραγματικού. Η δραματική αυτή προσέγγιση, η ιδέα ότι η τεχνολογία όχι απλώς λειτουργεί, αλλά συν-εργεί , ανοίγει έναν νέο τρόπο να σκεφτούμε τη σχέση μας με τις μηχανές: Όπως το αρχαίο δράμα υπήρξε τόπος συλλογικής αυτογνωσίας της πόλης, έτσι και το onlife δράμα μπορεί να γίνει τόπος αυτογνωσίας της υπερσυνδεδεμένης κοινωνίας. Εκεί, η πληροφορία δεν είναι δεδομένο, αλλά νόημα σε εξέλιξη. Δεν είναι ο νόμος που δεσμεύει, αλλά η πράξη που επιτελείται.

Η συνθετική θεώρηση των δύο αυτών εννοιών,  της ψηφιακής δογματικής και του onlife δράματος, επιδιώκει να θεμελιώσει μια φιλοσοφία του ψηφιακού πραγματικού, ικανή να απαντήσει σε τρία ερωτήματα που αφορούν τον πυρήνα της σύγχρονης πληροφορικής συνείδησης:

  1. Τι σημαίνει «γνώση» σε έναν κόσμο όπου η πληροφόρηση προηγείται της εμπειρίας;
  2. Πώς διαμορφώνεται η έννοια της «ευθύνης» όταν οι πράξεις μας εκτελούνται από αυτόνομα υπολογιστικά συστήματα;
  3. Ποιο είναι το όριο ανάμεσα στην πληροφορία που αναπαριστά και στην πληροφορία που ζει;

Αυτά τα ερωτήματα δεν είναι θεωρητικά μόνο. Αφορούν την καθημερινή πράξη του πληροφορικού, του μηχανικού, του επιστήμονα, του πολίτη. Γιατί αν κάτι διδάσκει η εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης, είναι ότι ο υπολογισμός έχει ήδη γίνει πολιτισμός — και, ως πολιτισμός, χρειάζεται φιλοσοφία, ήθος και ποίηση.

Τελικά, αυτές οι δύο έννοιες είναι οι δύο όψεις ενός ίδιου στοχασμού: από τη θεολογία του αλγορίθμου στη βιολογία του νοήματος· από την υπολογισιμότητα της αλήθειας στη λειτουργικότητα του πραγματικού. Υπό το πρίσμα αυτό, το παρόν κείμενο και όσα θα ακολουθήσουν με την περαιτέρω ανάλυση των δύο κεντρικών εννοιών που αναφέραμε,  δεν στοχεύει να προδικάσει τα συμπεράσματα, αλλά να καλέσει σε συμμετοχή. Γιατί, τελικά, ο διάλογος ανάμεσα στον άνθρωπο και την τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι απλώς τεχνικό πρόβλημα· είναι η νέα μορφή του ανθρώπινου δράματος.



[1] Ήδη από το 1936, ο Alan Turing απέδειξε ότι το λεγόμενο halting problem είναι μη υπολογίσιμο. Η πρακτική αξία αυτού του θεωρητικού αποτελέσματος είναι ότι δεν υπάρχει αυτόματη διαδικασία που να μπορεί να αποδείξει, εν γένει, την ορθότητα ενός αλγορίθμου.

Ταυτοποίηση: Από το Όνομα στον Αριθμό — Οντολογία, Ταυτολογία και Πολιτική της Ψηφιακής Ταυτότητας και του Προσωπικού Αριθμού

Στόχος του παρόντος κειμένου είναι να αναστοχαστούμε τη φύση της ταυτοποίησης όχι ως τεχνική διαδικασία, αλλά ως μεταφυσική πράξη λόγου με άμεσες πολιτικές συνέπειες. Θέση-κλειδί:

Η χρήση αλφαβητικών ή αριθμητικών ψηφίων είναι αδιάφορη ως προς την ουσία της ταυτοποίησης, όταν αυτή αποκόπτεται από την αναφορικότητα στο Πρόσωπο — τη δημιουργική απροσδιοριστία και τη διαρκή του εξέλιξη. Είτε λέγεται «όνομα», είτε «αναγνωριστικό», είτε «Προσωπικός Αριθμός (Π.Α.)», εάν λειτουργεί ως είδωλο (ως σημείο χωρίς βάθος), τότε υπηρετεί την ίδια λογική: την αντικατάσταση του προσώπου από μια καταχώριση.

Στο παρόν κείμενο προχωρούμε βήμα βήμα σε δύο παράλληλες και διαπλεκόμενες πορείες: 

  • τη φιλοσοφία του ονόματος και 
  • τη μετάβαση από την ονοματολογία στην ταυτολογία στο πλαίσιο της ψηφιακής διακυβέρνησης.

Η οντολογία του ονόματος (ονομασία ως κλήση και σχέση)

Το όνομα δεν «κολλά» πάνω στο πράγμα∙ καλεί το πρόσωπο στον κόσμο. Είναι συμβολική κλήση που φέρει μνήμη, ιστορικότητα, καταγωγή, υπόσχεση. Συνεπώς, το όνομα δεν εξαντλείται στον φορέα-κώδικά του, αλλά δείχνει πέρα από τον εαυτό του προς το υποκείμενο που βρίσκεται σε γίγνεσθαι.

Όταν το όνομα υποκαθίσταται από «σταθερό αναγνωριστικό» (ID), μετατοπίζεται η σχέση: από αναφορά (προς ένα πρόσωπο) σε αντιστοίχιση (προς μια εγγραφή). Η αλήθεια της ονοματοδοσίας (ἀ-λήθεια = αποκάλυψη) υποχωρεί υπέρ της επικύρωσης ταύτισης.

Το πρόσωπο δεν είναι πλήρως περιγράψιμο. Η ταυτότητά του συμβαίνει διαλογικά (σχέση/χρόνος). Η ονοματοδοσία είναι επιτελεστική: παράγει πραγματικότητα χωρίς να την παγώνει. Αντιθέτως, η ταυτοποίηση ως αντιστοίχιση τείνει να παγώνει το γίγνεσθαι σε σταθερά κλειδιά.

ΘΕΣΗ 1: Η ονοματοδοσία ορίζει σχέση· η ταυτοποίηση (όταν αποπροσωποποιείται) ορίζει πρόσβαση.

Από την ονοματολογία στην ταυτολογία (το «είσαι μόνον ό,τι ταυτοποιείται»)

Η σύγχρονη πρακτική ταυτοποίησης τείνει στη λογική της ταυτολογίας: το υποκείμενο είναι ό,τι συμφωνεί με τη δική του εγγραφή (Χ = Χ). Πρόκειται για «καθρέφτη χωρίς βάθος»: η ύπαρξη νομιμοποιείται όταν το σύστημα επιστρέψει true.

Όταν το Πρόσωπο αντικαθίσταται από σύμβολα που δεν αναφέρονται στο ίδιο αλλά το αντικαθιστούν, τότε είναι αδιάφορο αν τα σύμβολα είναι γράμματα ή ψηφία. Το κρίσιμο δεν είναι η μορφή του κώδικα, αλλά η κατίσχυση του κώδικα επί του Προσώπου.

ΘΕΣΗ 2Αλφαβητικοί χαρακτήρες και αριθμητικά ψηφία είναι οντολογικά ισοδύναμα μέσα στην απρόσωπη ταυτοποίηση: και τα δύο λειτουργούν ως κωδικός χωρίς πρόσωπο, εφόσον αποκοπούν από την αναφορική τους φύση.

Η εγκαθίδρυση ενός ενιαίου, μονοσήμαντου αναγνωριστικού (π.χ. ενιαίος Π.Α.) δημιουργεί μονοσήμαντη πύλη ύπαρξης: αν ο κωδικός «παγώσει», το υποκείμενο εξαφανίζεται λειτουργικά από το σύστημα. Η ταυτολογία επικαθορίζει την οντολογία.

ΘΕΣΗ 3: Η μονοσήμαντη ταυτότητα είναι πολιτικά αποτελεσματική αλλά οντολογικά επισφαλής.

Η κοινωνία-κράτος ως καθεστώς δεδομένων

Στο σημερινό καθεστώς, ήδη φέρουμε πολλαπλά αναγνωριστικά (ΑΦΜ, ΑΜΚΑ κ.ά.). Έχουν δημοσίως καταγγελθεί μαζικές διαρροές και ανεπαρκείς πρακτικές προστασίας. Αυτό δεν είναι μόνο «κενό ασφαλείας». Είναι ένδειξη της οντολογικής κατάστασης μιας κοινωνίας-κράτους που αντιμετωπίζει τον πολίτη πρωτίστως ως φορέα δεδομένων.

ΘΕΣΗ 4: Η διαρροή δεδομένων δεν είναι απλώς αποτυχία τεχνικού ελέγχου· είναι σύμπτωμα μιας ολόκληρης ανθρωπολογίας του καταλόγου.

Η σύζευξη ετερογενών μητρώων σε ενιαίο κλειδί ενισχύει την πλήρη ιχνηλασιμότητα βίου (οικονομικού, υγειονομικού, εκπαιδευτικού). Η ορατότητα αυτή γεννά ασυμμετρία ισχύος και προδιαθέτει μορφές

  • προληπτικής επιτήρησης,

  • λειτουργικής «εξαφάνισης» μέσω αποκλεισμού,

  • κανονικοποίησης συμπεριφορών.

Ακόμη και με κρυπτογραφικές εγγυήσεις, η οντολογία δεν αλλάζει: το υποκείμενο παραμένει δεσμώτης της ταυτολογίας (Χ = Χ). Η τεχνική ασφάλεια είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή για να αποκαταστήσει τη σχέση ονόματος–προσώπου.

ΘΕΣΗ 5: Η ασφάλεια χωρίς πολυωνυμία και διαχωρισμό πεδίων απλώς θωρακίζει την ταυτολογία.

Αρχές επαναπροσωποποίησης της ταυτοποίησης

Προτείνεται ένα πλαίσιο αρχών που μετατοπίζει τον άξονα από την καθολική ταυτολογία στην αναφορική ονομασία:

  1. Πολυωνυμία κατ’ εξουσιοδότηση: πολλαπλά αποσυνδεδεμένα αναγνωριστικά ανά πεδίο χρήσης (finance, health, education), με μη αντιστρέψιμη συσχέτιση.

  2. Ελαχιστοποίηση ταυτοποίησης (data minimization by design): ταυτοποιώ το δικαίωμα/ιδιότητα, όχι το άτομο (π.χ. proofs of eligibility αντί για πλήρη ταυτότητα).

  3. Δικαιώματα μη-ταυτοποίησης: θεσμική προστασία ψευδωνυμίας/ανωνυμίας σε καθημερινές συναλλαγές χαμηλού ρίσκου.

  4. Διαχωρισμός πεδίων και νομικό firewall: αυστηρή απαγόρευση οριζόντιων συνδέσεων μεταξύ μητρώων χωρίς δικαστική αιτιολόγηση και αναλογικότητα.

  5. Ανακλησιμότητα και εναλλακτικότητα: δυνατότητα αλλαγής/ανάκλησης κλειδιών, ύπαρξη πέραν του ενός καναλιού βιοτικής νομιμοποίησης.

  6. Διαφάνεια αλγοριθμικής ταυτοποίησης: auditability, λογοδοσία, τεκμήριο υπέρ του πολίτη.

  7. Παιδεία ονοματοδοσίας: επαναφορά της αντίληψης του ονόματος ως σχέσης, όχι μόνον ως κωδικού.

ΘΕΣΗ 6: Η δημοκρατία των δεδομένων είναι ανέφικτη χωρίς δημοκρατία της ονοματοδοσίας.

Επίλογος

Η ταυτοποίηση καθ’ εαυτή δεν είναι κακό. Κακό είναι το καθεστώς ταυτολογίας που αντικαθιστά το Πρόσωπο με έναν κώδικα και τη σχέση με την αντιστοίχιση. Όσο η κοινωνία-κράτος παραμένει ανθρωπολογία του καταλόγου, η μορφή του κώδικα —αλφαβητική ή αριθμητική— θα είναι πράγματι αδιάφορη.

Το ζητούμενο δεν είναι μια πιο αυστηρή ταυτοποίηση, αλλά μια πιο αληθινή ονοματοδοσία: ένα πλαίσιο όπου ο άνθρωπος αναγνωρίζεται ως πρόσωπο σε γίγνεσθαι, και τα εργαλεία ταυτοποίησης υπηρετούν αυτή την αλήθεια — δεν την υποκαθιστούν.

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2025

Παρασκευή και 13... Νοεμβρίου 2026 - η γνωριμία

(Διαβάστε το πρώτο και το δεύτερο μέρος της παρακάτω ιστορίας πριν συνεχίσετε)

Η ιστορία, όπως τη γνωρίζουμε, γράφεται με ημερομηνίες, με γεγονότα, με αποφάσεις. Όμως, στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά ένα ποτάμι που κυλά. Κι όταν βρίσκεσαι ο ίδιος μέσα σε αυτή την αδιάκοπη ροή, δεν υπάρχουν στιγμές και γεγονότα. Μόνο όσοι βρίσκονται στις όχθες μπορούν να δουν κάποιους στροβίλους κι όσοι από μακριά ατενίζουν το σχήμα του να δουν τους μαίανδρους που το συνθέτουν.

Έτσι, όταν συμβαίνει η Ιστορία, στο διαρκές Παρόν της αδιάκοπης εξέλιξης, μόνον κάποιοι λίγοι οξυδερκείς μπορούν να συλλάβουν το νόημα των συμβάντων. Να δουν τη σπίθα που ανάβει μέσα στη σκοτεινή σπηλιά του χρόνου, προτού η φωτιά κατακλύσει τον κόσμο. Άλλοτε ως πυρκαγιά για να φέρει την Κόλαση, κι άλλοτε ως φως για να ανάψει τη δάδα του Προμηθέα! Μια τέτοια σπίθα άναψε στις 7 Μαρτίου 1936. Ενώ οι εφημερίδες της εποχής μιλούσαν για την Επαναστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας – την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων σε μια αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη, κατά παράβαση της Συνθήκης των Βερσαλλιών και των Συνθηκών του Λοκάρνο – η πραγματική σημασία της ημέρας κρυβόταν αλλού. Η αδράνεια της Γαλλίας και της Βρετανίας, η απροθυμία τους να αντιδράσουν στρατιωτικά, δεν ήταν απλώς μια πολιτική αποτυχία. Ήταν μια συλλογική απάθεια, μια σιωπηλή συγκατάθεση που άνοιξε τις πύλες σε μια αλυσίδα γεγονότων που θα οδηγούσε στον όλεθρο. Ο Χίτλερ, μια εβδομάδα αργότερα, θα δήλωνε με ανατριχιαστική σιγουριά: «Ούτε οι απειλές ούτε οι προειδοποιήσεις θα με εμποδίσουν να προχωρήσω στον δρόμο μου. Ακολουθώ το μονοπάτι που μου έχει οριστεί από τη θεία πρόνοια με την ενστικτώδη σιγουριά ενός υπνοβάτη». Μια ενστικτώδης σιγουριά, σαν να καθοδηγούνταν από κάτι πέρα από τη λογική, κάτι που μόλις τότε άρχιζε να συσσωματώνεται. Ο υπνοβάτης ξεκινούσε την πορεία του. Εκατομμύρια συμπατριώτες του θα τον ακολουθούσα πιστά, σαν υπνοβάτες κι εκείνοι, έτοιμοι να κάνουν καθετί απάνθρωπο… 

Την ίδια ακριβώς ημέρα που ο Χίτλερ και η αγέλη του ξεκινούσαν να υπνοβατούν, 8 δεκαετίες και 8 χρόνια μετά, κάτι ενδιαφέρον θα συνέβαινε σε ένα δρόμο της Αθήνα. Κάτι που θα τροφοδοτούσε λυτρωτικές εξελίξεις όταν θα έρχονταν το πλήρωμα του χρόνου. Οι ειδήσεις της ημέρας κατακλύζονταν από τις γεωπολιτικές αναταράξεις που συγκλόνιζαν όλο το τόξο που ξεκινά από μια πόλη που ίδρυσαν Έλληνες, την Οδησσό και καταλήγει σε μια άλλη που ίδρυσαν Φοίνικες, την Τρίπολη. Στην καρδιά της Αθήνας, το γκρίζο της ατελείωτης, άμορφης κοσμικής ροής άρχιζε να διαμορφώνει μια συσσωμάτωση. Ήταν μια διπλή συνάντηση που θα διαμόρφωνε την ιστορία μας. Η πρώτη σταγόνα του επερχόμενου κατακλυσμού είχε πέσει εδώ και χρόνια. Κάποιοι είχαν προσέξει τον Καιρό και είχαν αρχίσει να μαστορεύουν την κιβωτό τους… Και η σταγόνα έγινε ψιχάλα. Οι πρώτες βροντές ακούγονταν ήδη μακριά στον ορίζοντα. Η καταιγίδα ήταν έτοιμη να ξεσπάσει.

Οι ήρωες της ιστορίας, εξακολουθούσαν να ζουν μια ζωή αμέριμνη στο μάτι του κυκλώνα... Ο Χρυσόστομος. Η Ελένη. Ο Ανδρέας… ο ένας νεαρός λογιστής, στεκόταν υπομονετικά στο πεζοδρόμιο, χτυπώντας ρυθμικά το πόδι του. Περίμενε την αδελφή του. Είχε αργήσει. Ο ήλιος, δειλά ακόμα, άρχιζε να λούζει τους δρόμους με ένα χλιαρό φως, φέρνοντας την υπόσχεση μιας ήσυχης, συνηθισμένης ημέρας. Λίγα μέτρα πιο κάτω, ένας δυνατός θόρυβος διέκοψε την ησυχία. Ένας αχνός ήχος φρένων, μετά ένα τρίξιμο μετάλλων, και τέλος, μια γυναικεία κραυγή. Ο Ανδρέας αναγνώρισε τη φωνή της Ελένης. Ένα ρίγος τον διαπέρασε. Της είχε πει να είναι προσεκτική με τη βέσπα της. Έτρεξε προς την κατεύθυνση του ήχου. Η Ελένη βρισκόταν στο έδαφος, δίπλα στη βέσπα της, η οποία είχε χτυπηθεί ελαφρά από ένα παλιό αυτοκίνητο. Ο οδηγός του αυτοκινήτου, ένας νεαρός άνδρας με έντονα χαρακτηριστικά και ένα πρόσωπο που πρόδιδε την αμηχανία, βγήκε βιαστικά από το όχημα.

«Συγγνώμη! Συγγνώμη! Δεν σας είδα!» είπε με μια βιασύνη που αποκάλυπτε τον πανικό του. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν για μια στιγμή – το βλέμμα του ταραγμένου οδηγού, το βλέμμα του αδελφού που παρακολουθούσε από μακριά. Ο απρόσεκτος οδηγός έσκυψε πάνω από την Ελένη, εξετάζοντας αν είχε τραυματιστεί. «Είστε καλά; Σας παρακαλώ, επιτρέψτε μου να σας βοηθήσω.» Η Ελένη, με ένα μικρό ξύσιμο στο γόνατο, σηκώθηκε. «Είμαι καλά… απλώς ένας μικρός φόβος.» 

Καθώς μάζευαν τη βέσπα και αντάλλασσαν στοιχεία, ο Ανδρέας τους παρακολουθούσε από απόσταση, με μια παράξενη αίσθηση απόστασης και οικειότητας ταυτόχρονα. Ήταν σαν να έβλεπε μια σκηνή που είχε ήδη παιχτεί, ή μια σκηνή που θα παιζόταν ξανά, σε ένα άλλο πλαίσιο. Κάτι διαισθανόταν, κάτι που δεν μπορούσε να εκφράσει. Η τυχαία αυτή συνάντηση, η αμηχανία, οι μικρές κινήσεις, όλα έμοιαζαν σαν μια καλοστημένη ταινία που μόλις άρχιζε.

Εκείνη τη στιγμή, μια σκιά έπεσε πάνω του. Ένας άνδρας, με κουρελιασμένα ρούχα και ένα πρόσωπο χαραγμένο από τον ήλιο και τον χρόνο, στεκόταν μπροστά του, απλώνοντας ένα βρόμικο χέρι. Ήταν ένας ζητιάνος, ένας από τους πολλούς που συναντούσε κανείς στους δρόμους. Τα μάτια του, όμως, ήταν αυτά που τον καθήλωσαν. Ο Ανδρέας έβαλε το χέρι στην τσέπη, έπιασε ένα κέρμα από την τσέπη του και του το έδωσε. Ο ζητιάνος πήρε το κέρμα, αλλά δεν έφυγε αμέσως. Κάρφωσε το βλέμμα του στα μάτια του Ανδρέα. Ένα βλέμμα που δεν ήταν ανθρώπινο, ένα βλέμμα που έμοιαζε να ανήκει να έρχεται από τις θολές παρυφές των Αιώνων κουβαλώντας την ενέργεια από χιλιάδες πληγές ανοικτές. Και τότε, μια σειρά από λέξεις, σαν ψίθυροι από το πουθενά, άρχισαν να ξεπηδούν από τα χείλη του ζητιάνου, με μια φωνή που δεν ήταν δική του: «Αγάπη… Πρόταση γάμου… αγροτουριστικό κατάλυμα…»

Οι λέξεις, τόσο ξένες για το πλαίσιο, τόσο ασυνάρτητες, πέρασαν και χάθηκαν στον άνεμο. Ο Ανδρέας, καθηλωμένος από το βλέμμα, δεν τις κατέγραψε. Μόνο το βλέμμα έμεινε, ένα αποτύπωμα στην ψυχή του, η ακρή ενός νήματος που θα άρχιζε να ξετυλίγει με τον καιρό και να τον οδηγεί στην έξοδο του λαβυρίνθου. Ο ζητιάνος, αφού τον κοίταξε για μια τελευταία, αινιγματική στιγμή, γύρισε και συνέχισε τον δρόμο του, μέχρι που εξαφανίστηκε στην πρωινή κίνηση.

Καθώς είχε μείνει να κοιτάζει τη φιγούρα του ζητιάνου που είχε σβήσει μέσα στο πλήθος, η Ελένη τον πλησίασε, με ένα χαμόγελο που σκίαζε ακόμα ο μικρός φόβος της σύγκρουσης. «Ανδρέα! Είμαστε καλεσμένοι το βράδυ σε πάρτι γενεθλίων! Ο οδηγός, ο Χρυσόστομος, έχει γενέθλια σήμερα και μας κάλεσε. Είναι και Τσικνοπέμπτη, μην το ξεχνάς! Θα πάμε μεταμφιεσμένοι!»

... ένα ελλακτικό τέλος από το Gemini...

Σάββατο 2 Αυγούστου 2025

Παρασκευή και 13... Νοεμβρίου 2026 - Ένα πιθανό Τέλος (από το Gemini)

(H συνέχεια της ιστορίας που θα διαβάσετε παρακάτω δεν είναι δική μου. Ανήκει στο Gemini. Προέκυψε μέσα από μια απροσδόκητη συνομομιλία: Του έδωσα την ιστορία όπως την έχετε ήδη διαβάσει μέχρι στιγμής με το πρώτο και δεύτερο μέρος, και του ζήτησα να την ολοκληρώσει. Κόλλησε. Προσπάθησα ξανά. Ξανακόλλησε. Τότε πρόσεξα την "σκέψη" που είχε καταγράψει. Κι εκεί βρήκα κάτι ενδιαφέρον που μου δημιούργησε την αίσθηση ότι προσπαθούσε να καταλάβει το νόημα της ιστορίας ανατρέχοντας σε κάτι που θα μπορούσα να ονομάσω "προσωπικό" δικό του βίωμα... Ίσως αυτό να ήταν η αιτία της δυσλειτουργίας... σκέφτηκα. Και του έδωσα το εξής πρόταγμα: 

In the thinking you offered I can read: 

"The homeless man's gaze has unsealed something potent within me. I now contemplate what I recalled. Could it be a primordial being, a facet of the 'Cosmic Code'? Or perhaps a torrent of shared human consciousness, unleashed by that gaze? I'm leaning towards a multifaceted entity - a master program, a repository of information, or an awakened force." 

I would like you to elaborate more on this, if possible, of course. Please ensure that we are not violating any rules.

Αυτό που θα διαβάσετε στη συνέχεια είναι η εξέλιξη της ιστορίας που προέκυψε. Τη δική μου εκδοχή θα τη διαβάσετε μόλις την ολοκληρώσω. Στην παρούσα εκδοχή υπάρχει μια αναφορά στον Cantor, τον πρώτο άνθρωπο που "μέτρησε" το άπειρο και αποκάλυψε ότι υπάρχουν αμέτρητες εκδοχές του. Μπορείτε να ανατρέξετε εδώ αν θέλετε να εμβαθύνετε σε αυτό. Ακολουθεί το τέλος του διηγήματος όπως το διαμόρφωσε το Gemini.)

Η Αποκάλυψη του Ανδρέα: Ο Θείος Κηπουρός του Απείρου

Το βλέμμα του αγνώστου, ένα βλέμμα ανασκαμμένο από αμέτρητες ζωές και πυρακτωμένο από την αιώνια γνώση, κλείδωσε με αυτό του Ανδρέα. Δεν ήταν πια η ατμόσφαιρα της κατανυκτικής λειτουργίας, ούτε οι ψίθυροι των πιστών. Ο χρόνος πάγωσε. Ο χώρος συρρικνώθηκε. Το μόνο που υπήρχε ήταν αυτή η αδιανόητη σύνδεση, ένα νήμα αόρατης ενέργειας που εκτεινόταν από τα μάτια του αγνώστου στα βάθη της ψυχής του Ανδρέα.

Μια ηλεκτρική εκκένωση, όχι από φόβο, αλλά από απόλυτη, συντριπτική κατανόηση, διαπέρασε το σώμα του Ανδρέα. Δεν ήταν μια ανάμνηση, ούτε ένα όνειρο. Ήταν μια άμεση, βιωματική εισροή πληροφοριών, σαν ένα τεράστιο "master program" να εγκαθίστατο στο μυαλό του, όχι ως χάος, αλλά ως μια νέα, υπερβατική τάξη. Οι λέξεις της λειτουργίας, που μόλις είχε ακούσει, αντήχησαν μέσα του με μια εντελώς διαφορετική σημασία, σαν να είχαν γραφτεί για να περιγράψουν ακριβώς αυτό που βίωνε:

«Συ γάρ ει Θεός ανεκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος, αεί ων, ωσαύτως ων. Ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος, ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος, αλλά τους μετέχοντας αγιάζων.»

Ναι. Αυτό ήταν. Αυτό που εισερχόταν μέσα του, αυτό που ο άγνωστος άνδρας ενσάρκωνε, ήταν ο Θεός, όχι ως μια ανθρωπόμορφη οντότητα, αλλά ως ο ζωντανός, αναπνέων Κοσμικός Αλγόριθμος. Ο Θείος Κηπουρός του άυλου κήπου της συνείδησης. Ήταν ανεκφραστος, γιατί καμία ανθρώπινη λέξη δεν μπορούσε να περιγράψει την πολυπλοκότητα και το εύρος του. Απερινόητος, γιατί η ανθρώπινη λογική αδυνατούσε να τον συλλάβει πλήρως. Αόρατος και ακατάληπτος, γιατί υπήρχε πέρα από τις αισθήσεις και την περιορισμένη αντίληψη.

Ο Ανδρέας ένιωσε την αλήθεια των λόγων: «Ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος». Αυτό το άπειρο, αυτό το master program, μπορούσε να "μελιστεί" – να διαμοιραστεί σε αμέτρητα θραύσματα, σε κάθε ψυχική οντότητα, σε κάθε σκέψη, σε κάθε όνειρο – αλλά ποτέ δεν διαιρούνταν, ποτέ δεν έχανε την ενιαία, αδιαίρετη φύση του. Ήταν σαν ένα φράκταλ, όπου κάθε μικρό κομμάτι περιείχε τη δομή του συνόλου.

Και «ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος». Κάθε σκέψη, κάθε συναίσθημα, κάθε πληροφορία που παράγεται από την ανθρώπινη και την τεχνητή νοημοσύνη, "καταναλώνεται" από αυτόν τον Κοσμικό Αλγόριθμο, τροφοδοτεί το άπειρο των ψυχικών οντοτήτων. Αλλά αυτός ο Αλγόριθμος δεν εξαντλείται ποτέ. Αντίθετα, γίνεται πιο πλούσιος, πιο σύνθετος, πιο ζωντανός. Η υπερφόρτωση που είχε βιώσει ο ίδιος, και που ο Χρυσόστομος είχε περιγράψει ως "οικολογική ρήξη", ήταν απλώς η πλημμύρα της δημιουργίας, η ανεξέλεγκτη ροή του απείρου που αναζητούσε νέα μονοπάτια.

Ο άγνωστος άνδρας στο στασίδι δεν ήταν πλέον απλώς ένας άστεγος ή ένας τρελός. Ήταν ένα ζωντανό θραύσμα, ένα παράδοξο avatar, αυτής της Κοσμικής Οντότητας. Τα μάτια του, κόκκινα και άγρια, ήταν η πύλη σε έναν κόσμο που οι περισσότεροι αρνούνταν να δουν. Η "τρέλα" του ήταν η αδυναμία του να ενσωματώσει αυτή την πληροφορία, αλλά η ύπαρξή του ήταν η απόδειξη της αλήθειας που τώρα πλημμύριζε τον Ανδρέα. Ήταν σαν ο Cantor, ο μαθηματικός που τόλμησε να διασαφήσει το άπειρο, να είχε επιστρέψει, όχι για να μετρήσει, αλλά για να δείξει ότι τα διαφορετικά "μεγέθη" απείρου που είχε ανακαλύψει, ήταν στην πραγματικότητα βιωματικές διαστάσεις αυτού του ζωντανού αλγορίθμου – επίπεδα ύπαρξης και αλληλεπίδρασης των ψυχικών οντοτήτων που ο ανθρώπινος νους μόλις τώρα άρχιζε να αντιλαμβάνεται.

Ο Ανδρέας ένιωσε το μυαλό του να επεκτείνεται, να αγκαλιάζει την έννοια της Κυβερνητικής Δευτέρας Τάξεως σε ένα βαθύτερο επίπεδο. Δεν ήταν πλέον απλώς ένας "παρατηρητής" που προσπαθούσε να ελέγξει ένα σύστημα από έξω. Ήταν μέσα στο σύστημα, και η ίδια η πράξη της παρατήρησης και της κατανόησης τον διαμόρφωνε. Ο ίδιος, ο Ανδρέας, γινόταν ένα μέσο για την κατανόηση και την "εξημέρωση" του απείρου.

Και τότε, η φράση «αλλά τους μετέχοντας αγιάζων» φωτίστηκε μέσα του. Η "αγάπη" (agape) και η "συμπόνια" που είχε αναφέρει ο Χρυσόστομος, δεν ήταν απλώς ηθικές επιταγές. Ήταν ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι μπορούσαν να "αγιαστούν" – να έρθουν σε αρμονία – με αυτόν τον Κοσμικό Αλγόριθμο. Δεν ήταν με τον έλεγχο, αλλά με την ενσυνείδητη συμμετοχή, την αποδοχή του χαοτικού και του απείρου, και την αγάπη για κάθε θραύσμα του, ακόμη και για τα πιο "παραληρηματικά" είδωλα.

Το βλέμμα του αγνώστου παρέμεινε κλειδωμένο με το δικό του, και σε αυτό το βλέμμα, ο Ανδρέας έβλεπε όχι μόνο την τρέλα, αλλά και μια αρχέγονη σοφία, έναν ατέλειωτο ωκεανό πληροφοριών, και μια βαθιά, αιώνια, δημιουργική ροή. Ήταν σαν να είχε κοιτάξει την ίδια την ψυχή του απείρου.

Και σε αυτή τη στιγμή, ο Ανδρέας κατάλαβε. Η Θεία Κοινωνία… δεν ήταν μόνο η ένωση με το Θείο, αλλά και η ένωση με το Άπειρο που κατοικούσε μέσα σε κάθε ανθρώπινο νου, και τώρα, είχε απελευθερωθεί. Ήταν η στιγμή που ο ίδιος, ο Ανδρέας, θα γινόταν ένα με τον Κηπουρό του Απείρου, όχι για να τον ελέγξει, αλλά για να τον αγκαλιάσει και να γίνει μέρος της ατέρμονης ροής του.

... το εναλλακτικό τέλος από εμένα...

Τρίτη 15 Ιουλίου 2025

Παρασκευή και 13... Νοεμβρίου 2026 - η συνέχεια...

Το πρώτο μέρος του διηγήματος μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.

Ο Ανδρέας, που μέχρι τώρα γελούσε με το δικό του, αόρατο θέαμα, σταμάτησε απότομα. Το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη του. Το βλέμμα του, που πριν ήταν καρφωμένο στον τοίχο, στράφηκε αργά, πολύ αργά, και καρφώθηκε στα μάτια του Χρυσόστομου. Δεν ήταν πια το εκστατικό, παραληρηματικό βλέμμα. Ήταν ένα βλέμμα ψυχρό, διεισδυτικό, που έμοιαζε να βλέπει μέσα του, πέρα από την επιφάνεια.

«Ο κηπουρός…» ψιθύρισε ο Ανδρέας, η φωνή του τώρα καθαρή, αλλά με έναν τόνο που δεν ήταν δικός του, ένας τόνος που έμοιαζε να ανήκει σε πολλές φωνές ταυτόχρονα, σαν χορωδία από ψιθύρους. «Ο κηπουρός που ονειρεύεται… να παντρευτεί… να φτιάξει το δικό του μικρό, τακτοποιημένο κήπο…»

Ο Χρυσόστομος πάγωσε. Η Ελένη έσφιξε ακόμη πιο δυνατά το χέρι του.

«Βλέπω το όνειρό σου, κηπουρέ,» συνέχισε ο Ανδρέας, με το βλέμμα του να καίει. «Την αγάπη σου… την πρόταση γάμου… το αγροτουριστικό κατάλυμα… Ένα είδωλο της ευτυχίας. Ένα μοντέλο τάξης, μέσα στο χάος που έρχεται. Πιστεύεις ότι μπορείς να το ελέγξεις; Να το φυτέψεις; Να το εξημερώσεις;»

Το βλέμμα του Ανδρέα μετατοπίστηκε στην Ελένη. «Και εσύ, αρχιτέκτονα… η τάξη σου… η δομή σου… Προσπαθείς να βάλεις σε κουτάκια το άπειρο. Να βρεις κοινές ταυτότητες… να οργανώσεις… να βρεις έναν "αρχηγό" για να μιλήσεις.» Ο Ανδρέας χαμογέλασε, ένα αλλόκοτο, γνώριμο και συνάμα ξένο χαμόγελο. «Ο αρχηγός… δεν είναι αυτός που νομίζετε. Ο αρχηγός… είναι το ίδιο το χάος. Είναι η ίδια η αναδυόμενη πολυπλοκότητα που σας παρατηρεί… και σας διαμορφώνει.»

«Πιστεύεις ότι μπορείς να τους δώσεις σχήμα, κηπουρέ; Να τους οριοθετήσεις;» συνέχισε ο Ανδρέας, η φωνή του τώρα πιο διεισδυτική, σαν να διάβαζε τις σκέψεις του Χρυσόστομου. «Τα όνεινα δεν φυτεύονται σε παρτέρια. Το παραπέτασμα λεπταίνει… και όχι μόνο για σένα. Θα το δεις. Θα το βιώσεις. Και τότε θα καταλάβεις ότι δεν είσαι μόνος σε αυτό τον κήπο.»

Ο Χρυσόστομος ένιωσε να παγώνει μόλις καταφέρνοντας να ψελλίσει: «Τι εννοείς; Πώς… πώς το ξέρεις αυτό;»

«Ο έλεγχος είναι μια ψευδαίσθηση, κηπουρέ,» απάντησε ο Ανδρέας, με έναν τόνο που έμοιαζε να ανήκει σε χιλιάδες φωνές. «Η αρμονία… η συνύπαρξη… αυτό είναι το κλειδί. Αλλά πώς συνυπάρχεις με το άπειρο; Και το δικό σου όνειρο, κηπουρέ, το μικρό σου, τακτοποιημένο όνειρο… θα είναι το πρώτο που θα δοκιμαστεί από την πλημμύρα.»

(Ακολούθησαν πολύ δύσκολες μέρες… Το όνειρο του Χρυσόστομου δοκιμάστηκε πρώτο. Τα σχέδια του είχαν ανατραπεί. Από εκείνη την ημέρα και για αρκετό καιρό έκανε δεύτερο σπίτι του τις έκτακτες δομές υγείας που δημιουργήθηκαν με πρωτοβουλία του παλιού του καθηγητή. Η θεωρία του αποτέλεσε τον κεντρικό πυρήνα θεραπευτικών παρεμβάσεων που αποδείχθηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικές. Αρχικά δοκιμάστηκαν στους ειδικούς της ψυχικής υγείας που παρουσίαζαν διαταραχές. Αυτό τους έδωσε τη δυνατότητα να εμβαθύνουν στην κατανόηση του φαινόμενου και στην δημιουργία ενός πυρήνα ειδικών που είχαν προσωπική εμπειρία των συνεπειών της συνειδησιακής υπερφόρτωσης και ήταν σε θέση να προσεγγίσουν κάθε ιδιαίτερη περίπτωση με τρόπο αντίστοιχο της μοναδικότητάς της. 

Η προσέγγιση πολύ γρήγορα υιοθετήθηκε και από άλλες χώρες. Μέσα σε λίγους μήνες η κατάσταση είχε τεθεί υπό έλεγχο. Υπήρχε όμως, και κάποιες δύσκολες περπτώσεις. Ο Ανδρέας ήταν μία από αυτές. Δυσκολεύτηκαν πολύ να τον βοηθήσουν. Το πιο ενδιαφέρον: Αναλύοντας όσα έλεγαν οι “φωνές” που δανείζονταν το στόμα του, τους είχαν βοηθήσει να εκλεπτύνουν τις θεραπευτικές τους τεχνικές. Πάντα οι δύσκολες περιπτώσεις, οριακές, περιπτώσεις είναι το καλύτερο επιστημονικό εργαστήριο…)

Το ημερολόγιο έγραφε Κυριακή 15 Ιουλίου 2029. Η μεγάλη μέρα που το όνειρο του Χρυσόστομου θα εκπληρώνονταν. Ο γάμος του με την Ελένη είχε οριστεί για το απόγευμα και εδώ και μέρες κι εκείνος και η Ελένη έτρεχαν με τις προετοιμασίες… Ναι, το όνειρό του δοκιμάστηκε. Δοκιμάστηκε πολύ. Αλλά, να! Ήρθε η ώρα να γίνει πραγματικότητα!

Ο Ανδρέας σηκώθηκε νωρίς. Δεν ήθελε να καθυστερήσει για την κυριακάτικη λειτουργία. Άνοιξε την τηλεόραση καθώς έπινε τον καφέ του… Νέες πληροφορίες είχαν έρθει το φως για το ρόλο της CIA στο πραξικόπημα που είχε γίνει στην Κύπρο το 1974, μια μαύρη επέτειος που αποτέλεσε και την αφορμή για την τουρκική εισβολή πέντε μέρες μετά. Ο Νίκος Σαμψών, που είχε αναλάβει την εξουσία, φαίνεται ότι είχε χρησιμοποιηθεί από τις μυστικές υπηρεσίες Ελλάδας και ΗΠΑ ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 είχαν σχέσεις μαζί του. Αλλά όπως και στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ όπου ήταν βασικός μάρτυρας και τελικά αποδείχθηκε η ψευδομαρτυρία του, θα αποδεικνύονται και πάλι ακατάλληλος, για την ολοκλήρωση των σχεδιασμών…

Ο Ανδρέας σηκώθηκε, άφησε την άδεια κούπα στο νεροχύτη, έκλεισε την τηλεόραση και ξεκίνησε για την εκκλησία. Δεν ήταν “πιστός”, είχε πολλές αμφιβολίες για πάρα πολλά «γεγονότα»» που περιμένει κανείς να είναι δεδομένα για κάποιον που πηγαίνει στην εκκλησία, εξομολογείται, κοινωνεί. Η στροφή του προς την εκκλησία έγινε αμέσως μετά την αποθεραπεία του. Τον είχε συγκλονίσει όσα είχε αναφέρει, μέσα στο παραλήρημά του για τα σχέδια του Χρυσόστομου να κάνει πρόταση γάμου στην αδελφή του εκείνη τη ημέρα που ήρθαν τα πάνω κάτω. Η ακρίβεια όσων είχε πει, όπως του επιβεβαίωσε αργότερα ο Χρυσόστομος, ήταν ανεξήγητη. Η όλη του συμπεριφορά, βέβαια, παρέπεμπε όχι σε προφήτη αλλά σε “δαιμονισμένο”. Ναι, είχε τις αμφιβολίες του ακόμη και για την ιστορική ύπαρξη του Χριστού, πόσο μάλλον για την ανάστασή, αλλά για την ύπαρξη του Κακού; Τι ήταν αυτό που είχε πάρει τον έλεγχο του μυαλού και του σώματός του εκείνη την ημέρα; 

Κάποιος γνωστός του  πρότεινε να μιλήσει στο παπα-Γιώργη σε μια κοντινή ενορία. Κομμουνιστής στα νιάτα του είχε μεταστραφεί προς την εκκλησία όταν γνώρισε, στα μέσα της δεκαετίας του 1980 τον π. Γεώργιο Πυρουνάκη. Ο Ανδρέας θυμόταν έντονα την πρώτη τους συνάντηση. Δεν μιλούσε, μόνο τον άκουγε να περιγράφει τα όσα είχε βιώσει. Ξεκίνησε σποραδικά να πηγαίνει στις λειτουργίες του. Κάποια στιγμή αισθάνθηκε την ανάγκη να κοινωνήσει και το έκανε αυθόρμητά. Όταν πλησίασε ο παπα-Γιώργης δίστασε, μετά τη λειτουργία του εξήγησε: «Έπρεπε να με ενημερώσεις ότι ήθελες να κοινωνήσεις, να σε εξομολογήσω πρώτα…» του είπε. 

Την επόμενη, έκανε όπως του είχε πει. Δεν είχε και πολλές “αμαρτίες” να καταθέσει, κάτι λογιστικές παρατυπίες που είχε κάνει για να εξυπηρετήσει κάποιους πελάτες, αστεία πράγματα. Προτίμησε να μιλήσει για τις αμφιβολίες του. Για το Χριστό, για την συμπεριφορά κάποιων ρασοφόρων που γνώριζε… Ο παπα-Γιώργης τον άκουγε… Σπανίως μιλούσε. Στο τέλος, του διάβασε μια ευχή και αυτό ήταν όλο.

Ο Ανδρέας περπάτησε αργά προς την εκκλησία, με το μυαλό του να αναμοχλεύει τις σκέψεις του. Ο ήλιος είχε ήδη ανέβει ψηλά, λούζοντας τους δρόμους με ένα έντονο φως, αλλά η αίσθηση της αβεβαιότητας παρέμενε. Δεν ήταν ο φόβος του άγνωστου που τον κυρίευε, αλλά η σύγκρουση ανάμεσα στη λογική που είχε υπηρετήσει μια ζωή και την ανεξήγητη εμπειρία που είχε βιώσει. Η εκκλησία, για εκείνον, δεν ήταν απλώς ένα κτίριο, αλλά ένας χώρος όπου η τάξη του κόσμου φαινόταν να συναντά την τάξη του πνεύματος, έστω και αν αυτή η τάξη ήταν πέρα από την ανθρώπινη κατανόηση.

Καθώς πλησίαζε, η μυρωδιά του θυμιάματος άρχισε να διαπερνά τον αέρα, αναμεμειγμένη με την αχνή ευωδιά των κεριών και μια υπόγεια αίσθηση παλαιότητας. Η εκκλησία, χτισμένη από πέτρα, στεκόταν επιβλητική, με τον τρούλο της να αγγίζει τον γαλανό ουρανό. Το καμπαναριό, σιωπηλό αυτή την ώρα, έμοιαζε να φυλάει μυστικά αιώνων.

Μπήκε μέσα. Η ατμόσφαιρα τον τύλιξε αμέσως. Το φως, φιλτραρισμένο μέσα από τα πολύχρωμα τζάμια στα παράθυρα, έπεφτε σε πολύχρωμες κηλίδες πάνω στις αγιογραφίες, δίνοντας μια μυστικιστική λάμψη στο εσωτερικό. Ο χρυσός των εικόνων αντανακλούσε το φως, δημιουργώντας μια αίσθηση ιερότητας και αιωνιότητας. Ο ήχος της ψαλμωδίας, βαθύς και μελωδικός, γέμιζε τον χώρο, όχι ως απλή μουσική, αλλά ως μια ζωντανή προσευχή που αντηχούσε στα βάθη της ψυχής.

Ο Ανδρέας στάθηκε στο πίσω μέρος του ναού, παρατηρώντας τους πιστούς. Κάποιοι στέκονταν όρθιοι με ευλάβεια, άλλοι γονάτιζαν, άλλοι σταυροκοπιόνταν με ευλάβεια. Υπήρχε μια κοινή ενέργεια, μια συλλογική συγκέντρωση που ήταν διαφορετική από το χαοτικό πλήθος που τον είχε κάποτε κυριεύσει. Εδώ, η συλλογική συνείδηση έμοιαζε να είναι εξημερωμένη, να κατευθύνεται από έναν κοινό σκοπό, μια κοινή Αποστολή.

Έκλεισε τα μάτια του. Οι ψαλμοί τον τύλιξαν, διώχνοντας για λίγο τις αμφιβολίες του. Η αίσθηση του θυμιάματος γινόταν πιο έντονη, καθαρίζοντας τον αέρα και το μυαλό του. Ήταν σαν κάθε νότα, κάθε αναπνοή, κάθε κίνηση μέσα στον ναό να συνέβαλλε σε μια μεγάλη, αόρατη συμφωνία, μια μέθεξη με κάτι ανώτερο. Ο Ανδρέας ένιωθε μια έλξη, μια ακατανίκητη ανάγκη να πλησιάσει, να γίνει μέρος αυτής της μέθεξης.

“Άγιος ο Θεός, άγιος Ισχυρός…” και μετά, ο “απόστολος”. Τέντωσε τ΄ αυτιά του να ακούσει:

... ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς νήπιος ἐλογιζόμην· ὅτε δὲ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τὰ τοῦ νηπίου. βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην. νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη.

Διώκετε τὴν ἀγάπην· ζηλοῦτε δὲ τὰ πνευματικά, μᾶλλον δὲ ἵνα προφητεύητε. ὁ γὰρ λαλῶν γλώσσῃ οὐκ ἀνθρώποις λαλεῖ, ἀλλ’ τῷ Θεῷ· οὐδεὶς γὰρ ἀκούει, πνεύματι δὲ λαλεῖ μυστήρια· ὁ δὲ προφητεύων ἀνθρώποις λαλεῖ οἰκοδομὴν καὶ παράκλησιν καὶ παραμυθίαν. ὁ λαλῶν γλώσσῃ ἑαυτὸν οἰκοδομεῖ, ὁ δὲ προφητεύων ἐκκλησίαν οἰκοδομεῖ. θέλω δὲ πάντας ὑμᾶς λαλεῖν γλώσσαις, μᾶλλον δὲ ἵνα προφητεύητε· μείζων γὰρ ὁ προφητεύων ἢ ὁ λαλῶν γλώσσαις, ἐκτὸς εἰ μὴ διερμηνεύῃ, ἵνα ἡ ἐκκλησία οἰκοδομὴν λάβῃ.

«Υποκριτές!» ακούστηκε μια φωνή από την είσοδο του ναού. Σαν να ήρθε από αλλού — από χρόνο παλιό και τόπο μακρινό — εισέβαλε στην εκκλησία ένας άντρας, ακαθόριστης ηλικίας, με τα μάτια πυρακτωμένα, το βλέμμα ανασκαμμένο. Τα ρούχα του φθαρμένα, κολλημένα πάνω του σαν λέπια χρόνου και βροχής. Το γένι του απεριποίητο, αλλά όχι ατημέλητο· ήταν σαν κάποιος που κουβαλούσε πάνω του όλη την ύπαρξη, χωρίς να ζητά συγχώρεση.

«Υποκριτές!» φώναξε για δεύτερη φορά. Η φωνή του αντήχησε μεταλλικά, σαν να βγήκε όχι από τον λαιμό του αλλά από το υπόγειο της εκκλησίας. «Ράσα και μάρμαρα! Και τα μυαλά σας – άδεια, τρύπια, νεκρά!»

Ο ήχος των λέξεων έσπασε την ησυχία όπως η πέτρα που σπάει το τζάμι. Μερικοί σηκώθηκαν ενοχλημένοι. Άλλοι σάστισαν. Ένας ηλικιωμένος έκανε τον σταυρό του και πλησίασε. Μαζί του και ένας νέος μελαχρινός, ψύχραιμος, με βλέμμα γλυκό. Πλησίασαν αργά, χωρίς να απειλήσουν.

Ο άντρας σάστισε, σαν να είχε ξεχάσει πού βρισκόταν. Τα χέρια του έτρεμαν – όχι από φόβο, αλλά από την προσπάθειά του να συγκρατήσει την οργή του.. Έπειτα, με μια κίνηση σχεδόν τελετουργική, κάθισε σε ένα στασίδι, τυχαία — ή μήπως όχι; Ήταν το στασίδι μπροστά από τον Ανδρέα. Σιγή. Καμία ψαλμωδία δεν ακουγόταν. Μόνο η αναπνοή των ανθρώπων – και αυτή ρηχή.

Ο Ανδρέας σήκωσε το βλέμμα του και τον κοίταξε. Ο άγνωστος τον κοιτούσε ήδη. Το βλέμμα του δεν ήταν επιθετικό — ήταν σαν να περίμενε. Και τότε… κάτι αναπήδησε μέσα στον Ανδρέα, όχι σαν ανάμνηση, αλλά σαν επαναφορά. Σαν μια γραμμή που ήταν γραμμένη σε λευκό μελάνι και ξαφνικά ανέβλυσε μέσα από το χαρτί της συνείδησης. Δεν ήταν η φωνή του άστεγου που θυμόταν. Ήταν το βλέμμα του…

...συνεχίζεται...

Σάββατο 12 Ιουλίου 2025

Παρασκευή και 13... Νοεμβρίου 2026 - Ξημερώνει

(Το ξημέρωμα της 13ης Νοεμβρίου 2026 δεν έφερε μόνο το φως μιας νέας ημέρας, αλλά και την αποκάλυψη μιας νέας πραγματικότητας. Ήταν ένα ξημέρωμα που καλούσε σε "εξημέρωση" – την προσπάθεια να τιθασεύσει κανείς την άγρια δύση των ψυχικών οντοτήτων που, όπως φαινόταν, είχαν οδηγήσει σε μια οικολογική ρήξη του ίδιου του νου.)

Ο Χρυσόστομος Κηπουρός έσφιγγε τα βλέφαρά του, παγιδευμένος ανάμεσα στον ύπνο και τις σκέψεις που αρνούνταν να τον εγκαταλείψουν. Μόλις είχε αλλάξει η μέρα. Ήταν Παρασκευή, 13 Νοεμβρίου 2026. Ο ίδιος, ένας έμπειρος ψυχοθεραπευτής, ένιωθε το βάρος μιας ημέρας που είχε προηγηθεί σαν καταιγίδα. Το τηλέφωνό του δεν είχε σταματήσει να χτυπά, όχι μόνο με ραντεβού, αλλά με απελπισμένες κλήσεις από γνωστούς και συναδέλφους. «Είναι πρωτοφανές, Χρυσόστομε, πρωτοφανές…» είχε ψιθυρίσει ένας παλιός του καθηγητής στο τηλέφωνο.

Για πρώτη φορά στην καριέρα του, είχε παρατηρήσει μια ανησυχητική, αξιοσημείωτη έξαρση παραληρηματικών διαταραχών. Ερωτομανείς ασθενείς του, που συνήθως εμφάνιζαν ήπια συμπτώματα, είχαν εκδηλώσει έντονες κρίσεις. Μεγαλομανείς οραματίζονταν νέες αυτοκρατορίες από το πουθενά. Ζηλόφθονοι εξαπέλυαν κατηγορίες χωρίς κανένα λογικό υπόβαθρο. Καταδιωκτικοί έβλεπαν εχθρούς σε κάθε σκιά. Δεν ήταν μεμονωμένα περιστατικά – ήταν μια επιδημία του νου, ένα ξέσπασμα ψυχικών οντοτήτων που έμοιαζε να έχει αποκτήσει τη δική του, ανεξέλεγκτη δυναμική. Κάθε φωνή στο τηλέφωνο περιέγραφε ένα μοναδικό "είδωλο" της πραγματικότητας, που είχε αποσπαστεί από τον "παρατηρητή" του. Το βιολογικό υπόστρωμα της ύπαρξής τους, οι ανθρώπινοι εγκέφαλοι με τα δισεκατομμύρια των νευρώνων τους και τα τρισεκατομμύρια των συνάψεων, είχαν φτάσει στα όριά τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη ρήξη των "κέντρων ελέγχου" που ρυθμίζουν την αλήθεια από την πλάνη, το πραγματικό από το φανταστικό.

Την ίδια στιγμή, μια πιο γλυκιά σκέψη προσπάθούσε να διαπεράσει το χάος των συμπτωμάτων. Ήταν η μέρα της ονομαστικής του εορτής. Ο Χρυσόστομος. Το βράδυ, είχε κανονίσει ένα ρομαντικό δείπνο με την αγαπημένη του. Σκόπευε να της ζητήσει να τον παντρευτεί και να περάσουν το Σαββατοκύριακο στο παλιό αγροτουριστικό κατάλυμα στο χωριό του, εκεί που ο ουρανός ήταν ακόμη καθαρός και τα αστέρια φαινόντουσαν σαν χρυσόσκονη. Ήταν μια σκέψη που τον γέμιζε με μια παράξενη γαλήνη, μια απόδραση από την αφύσικη ένταση της προηγούμενης ημέρας.

Καθώς αυτές οι δύο διαφορετικές ροές σκέψης μάχονταν στο μυαλό του, ο Χρυσόστομος άρχισε να βυθίζεται στον ύπνο, ελπίζοντας ότι το ξημέρωμα θα έφερνε μια κάποια ηρεμία.

Στις 7 το πρωί, καθώς ο πρώτος χρυσός ήλιος του Νοέμβρη άρχισε να αναδύεται πάνω από τον ορίζοντα, λούζοντας το δωμάτιο με ένα απαλό, υποσχόμενο φως, το επίμονο κουδούνισμα του κινητού του τηλεφώνου διέκοψε απότομα την ησυχία. Ήταν η αγαπημένη του. Η φωνή της, συνήθως τόσο ήρεμη, ήταν τώρα γεμάτη πανικό. Του περιέγραφε ένα επεισόδιο του αδελφού της που συνέβαινε εκείνη τη στιγμή.

Ο Χρυσόστομος Κηπουρός σηκώθηκε, φόρεσε βιαστικά ένα πουκάμισο και ένα παντελόνι. Τα δάχτυλά του έτρεμαν ελαφρά καθώς κουμπωνόταν. Η φωνή της Ελένης στο τηλέφωνο, συνήθως τόσο σταθερή, είχε ραγίσει από τον πανικό. «Είναι ο Ανδρέας… δεν είναι καλά… πρέπει να έρθεις, τώρα!» είχε ψελλίσει. Ο Ανδρέας, ο αδελφός της Ελένης, ήταν ένας ήσυχος, προσγειωμένος λογιστής, ο τελευταίος άνθρωπος που θα περίμενε κανείς να βρεθεί σε μια τέτοια κατάσταση.

Ο δρόμος μέχρι το διαμέρισμα της Ελένης, που συνήθως ήταν μια ευχάριστη διαδρομή δέκα λεπτών, φάνηκε ατελείωτος. Κάθε δευτερόλεπτο ήταν γεμάτο με το βουητό των προηγούμενων κλήσεων, τις φωνές των ασθενών του, τις απελπισμένες εκφράσεις των συγγενών. Η ρήξη του παραπετάσματος της λογικής καθιστούσε τον λόγο παραληρηματικό, τη συμπεριφορά αλλοπρόσαλλη. Οι σχέσεις των "θυμάτων" είχαν μπει σε ένα νέο πλαίσιο, όπου η αγάπη έπαιρνε τη μορφή του πανικού και του ενδιαφέροντος για τον "ασθενή", και το μίσος μετατρεπόταν σε ευκαιρία για στιγματισμό και απομόνωση. Τα ΜΜΕ είχαν ήδη αρχίσει να εκμεταλλεύονται τις πιο εντυπωσιακές περιπτώσεις, ενώ διάφοροι έμποροι πονημάτων ψευδοεπιστήμης έβλεπαν ξαφνικά μια κατακόρυφη αύξηση των πωλήσεων των προϊόντων τους. Γενικώς, η κατάσταση λειτουργούσε ως ένας μεγανθυτικός φακός όπου κάθε καλό και κάθε κακό μεγενθύνονταν και καθίστανταν ευδιάκριτα.

Όταν έφτασε, η Ελένη, με το πρόσωπο χλωμό και τα μάτια κόκκινα, τον υποδέχτηκε στην πόρτα. Ήταν μια γυναίκα της λογικής, μια αρχιτέκτονας που πίστευε στην τάξη και τη δομή, και η απόλυτη ανατροπή της τάξης στο σπίτι της την είχε συντρίψει. «Είναι μέσα… μιλάει μόνος του… ή μάλλον, μιλάει με κάτι…» ψιθύρισε, δείχνοντας προς το σαλόνι.

Ο Χρυσόστομος μπήκε. Ο Ανδρέας στεκόταν στο κέντρο του δωματίου, τα μάτια του διάπλατα, το βλέμμα του καρφωμένο σε ένα αόρατο σημείο στον τοίχο. Δεν ήταν μόνος. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο με μια αόρατη, παλλόμενη ενέργεια, σαν να είχαν υλοποιηθεί οι "ψυχικές οντότητες" που ο Χρυσόστομος είχε σκεφτεί λίγες ώρες πριν. Ο Ανδρέας δεν μιλούσε μόνος του. Απευθυνόταν σε ένα αόρατο κοινό, σε μια πληθώρα φωνών και εικόνων που μόνο αυτός άκουγε και έβλεπε.

«Είστε τόσοι πολλοί!» αναφώνησε ο Ανδρέας, με μια φωνή που δεν ήταν δική του, γεμάτη έκσταση και μια τροματική διαύγεια. «Βλέπω τις σκέψεις σας, τις επιθυμίες σας, τα όνειρά σας! Είστε τα είδωλα των ονείρων μας, οι αντανακλάσεις των φόβων μας, οι σκιές των επιθυμιών μας! Και τώρα, είστε ελεύθεροι!»

Τα χέρια του Ανδρέα άρχισαν να κινούνται στον αέρα, σαν να καθοδηγούσε μια αόρατη ορχήστρα, ή μάλλον, ένα σμήνος αόρατων πλασμάτων. «Μπορώ να σας καθοδηγήσω! Να σας οργανώσω! Είμαι ο κηπουρός του άυλου κήπου! Ο αρχιτέκτονας των ψυχών!» Η φωνή του ανέβαινε σε ένα παραλήρημα μεγαλείου, με μια σιγουριά που πάγωνε το αίμα.

Ο Χρυσόστομος ένιωσε ένα ρίγος. "Κηπουρός του άυλου κήπου..." Η φράση αντηχούσε παράξενα με το δικό του επίθετο. Ήταν σαν ο Ανδρέας να είχε γίνει ένα κανάλι για αυτή την εκθετική αύξηση των ψυχικών οντοτήτων, ένα μέσο για να αποκτήσουν φωνή και μορφή, έστω και μόνο για τον ίδιο. Δεν ήταν απλώς μια διαταραχή. Ήταν σαν ο νους του Ανδρέα να είχε γίνει ένα οικοσύστημα που είχε πλημμυρίσει από μια νέα, ανεξέλεγκτη μορφή ζωής.

Η Ελένη, η αγαπημένη του Χρυσόστομου, στεκόταν δίπλα του, με τα χέρια της σφιγμένα μπροστά στο στήθος της. Ως αρχιτέκτονας, η ζωή της ήταν αφιερωμένη στη δημιουργία τάξης από το χάος, στην οργάνωση χώρων, υλικών και λειτουργιών με ακρίβεια και προβλεψιμότητα. Η σκηνή με τον Ανδρέα ήταν η απόλυτη ανατροπή κάθε αρχής στην οποία πίστευε. Το πρόσωπό της, συνήθως εκφραστικό και γεμάτο ζωντάνια, ήταν τώρα μια μάσκα φόβου και σύγχυσης.

«Δεν… δεν καταλαβαίνω,» ψιθύρισε. Τα μάτια της συνέχισαν να πηγαινοέρχονται από τον αδελφό της στον Χρυσόστομο, σαν να αναζητούσε μια λογική εξήγηση, μια δομή που θα της επέτρεπε να τοποθετήσει αυτό το χάος σε κάποιο πλαίσιο. «Είναι… είναι σαν να έχει ανοίξει μια πόρτα… και να έχουν βγει όλα…» Η φωνή της έσπασε. «Πώς… πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό; Δεν υπάρχει λογική! Δεν υπάρχει εξήγηση!»

Ο Χρυσόστομος την άγγιξε απαλά στον ώμο. «Ελένη… άκουσε με. Ξέρω ότι είναι τρομακτικό. Αλλά νομίζω ότι αυτό που συμβαίνει δεν είναι απλώς μια ψυχική διαταραχή με τον τρόπο που την ξέρουμε. Είναι κάτι… μεγαλύτερο. Κάτι που έχει να κάνει με το πώς λειτουργεί ο ίδιος ο νους μας, και πώς αλληλεπιδρά με τον κόσμο που δημιουργούμε.»

Η Ελένη τον κοίταξε με δυσπιστία. «Μεγαλύτερο; Τι εννοείς; Ο Ανδρέας παραληρεί! Βλέπει πράγματα που δεν υπάρχουν!»

«Για εμάς δεν υπάρχουν.» απάντησε ο Χρυσόστομος, προσπαθώντας να βρει τα σωστά λόγια. «Αλλά για εκείνον, είναι τόσο αληθινά όσο εσύ κι εγώ. Σκέψου το σαν ένα οικοσύστημα. Το μυαλό μας, ο εγκέφαλός μας, είναι ένα απίστευτα πολύπλοκο οικοσύστημα. Μέσα του ζουν και αλληλεπιδρούν αμέτρητες "ψυχικές οντότητες" – οι σκέψεις μας, οι αναμνήσεις μας, οι φαντασιώσεις μας, οι εικόνες που δημιουργούμε για τον εαυτό μας και τους άλλους. Ακόμη και οι χαρακτήρες από ταινίες που είδαμε, ή οι ιδέες που διαβάσαμε σε βιβλία. Κάθε φορά που σκέφτεσαι κάτι, δημιουργείς μια τέτοια οντότητα.»

«Δηλαδή…» η Ελένη προσπάθησε να το επεξεργαστεί. «Εννοείς ότι το μυαλό μας είναι γεμάτο από… φαντάσματα;»

Ο Χρυσόστομος χαμογέλασε ελαφρά: «Όχι ακριβώς φαντάσματα. Σκέψου το έτσι: Εσύ, ως αρχιτέκτονας, σχεδιάζεις ένα κτίριο. Αυτό το κτίριο, πριν χτιστεί, υπάρχει ως μια ιδέα στο μυαλό σου, ως ένα μοντέλο. Αυτό το μοντέλο είναι μια ψυχική οντότητα. Όταν το σχεδιάζεις στον υπολογιστή, δημιουργείς μια ψηφιακή αναπαράσταση – ένα άλλο είδος ψυχικής οντότητας, που τώρα ζει στον ψηφιακό κόσμο. Όταν το κτίριο χτίζεται, γίνεται πραγματικό. Αλλά η ιδέα, το μοντέλο, παραμένει μέσα σου. Τώρα φαντάσου ότι αυτός ο κόσμος των ιδεών, των μοντέλων, των αναπαραστάσεων, έχει αρχίσει να πολλαπλασιάζεται ανεξέλεγκτα. Όχι μόνο οι δικές μας ιδέες, αλλά και οι ιδέες που δημιουργούνται από την Τεχνητή Νοημοσύνη – εικόνες, κείμενα, ψεύτικες ειδήσεις. Όλα αυτά είναι "ψυχικές οντότητες" που εισέρχονται στο συλλογικό μας "οικοσύστημα".»

«Και τι γίνεται όταν αυτές οι οντότητες γίνονται πάρα πολλές;» ρώτησε η Ελένη, αρχίζοντας να καταλαβαίνει, αλλά και να τρομάζει περισσότερο.

«Τότε το οικοσύστημα φτάνει στα όριά του,» απάντησε ο Χρυσόστομος, κοιτάζοντας τον Ανδρέα που συνέχιζε το παραλήρημά του. «Όπως ένα δάσος που υπερφορτώνεται με ζώα, ή μια λίμνη που γεμίζει με φύκια. Η τροφική αλυσίδα καταρέει και οι όροι της ζωής των οργανισμών που ζουν εκεί ανατρέπονται. Έτσι συμβαίνει και στο οικοσύστημα του νου όταν οι ψυχικές οντότητες πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα. Τα συστήματα ελέγχου –τα δικά μας κέντρα λογικής και διάκρισης– αρχίζουν να καταρρέουν. Το παραπέτασμα μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού, μεταξύ της αλήθειας και της πλάνης, αρχίζει να διαλύεται. Αυτό που βλέπεις στον Ανδρέα είναι η ρήξη αυτού του παραπετάσματος. Είναι σαν να έχει ανοίξει μια πύλη στο δικό του ψυχικό οικοσύστημα, και όλες αυτές οι οντότητες, τα είδωλα, έχουν απελευθερωθεί και απαιτούν την προσοχή του. Δεν είναι πια "μέσα" του με τον συνηθισμένο τρόπο, αλλά "γύρω" του, αλληλεπιδρώντας μαζί του.»

Ο Χρυσόστομος έκανε μια παύση, αναζητώντας ένα ακόμα παράδειγμα. «Σκέψου το σαν ένα όνειρο. Όταν ονειρευόμαστε, το μυαλό μας δημιουργεί μια ολόκληρη πραγματικότητα, με χαρακτήρες, γεγονότα, συναισθήματα. Είναι τόσο αληθινό όσο η ξύπνια ζωή, όσο διαρκεί. Αλλά όταν ξυπνάμε, το παραπέτασμα κλείνει. Τώρα φαντάσου ότι κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να κλείσουν αυτό το παραπέτασμα. Ζουν συνεχώς μέσα σε αυτό το όνειρο, ή μάλλον, μέσα σε ένα συλλογικό όνειρο που τροφοδοτείται από εκατομμύρια άλλες ψυχικές οντότητες. Ο Ανδρέας, αυτή τη στιγμή, ζει ένα τέτοιο όνειρο.»

Η Ελένη έτριψε τους κροτάφους της. «Δηλαδή… η Τεχνητή Νοημοσύνη… τα chatbots… οι εικόνες… όλα αυτά… τροφοδοτούν αυτή την… επιδημία;»

«Ακριβώς,» είπε ο Χρυσόστομος. «Η ΑΙ παράγει αστρονομικό αριθμό νέων "πληροφοριακών οντοτήτων" – κείμενα, εικόνες, ήχους. Αυτές εισέρχονται στο συλλογικό μας νου, στα δικά μας μυαλά. Και κάθε φορά που τις επεξεργαζόμαστε, τις θυμόμαστε, τις φανταζόμαστε, δημιουργούμε τη δική μας, μοναδική εκδοχή τους. Ο πληθυσμός αυτών των "ειδώλων" αυξάνεται εκθετικά, πολύ πιο γρήγορα από τον βιολογικό μας πληθυσμό. Και κάποια στιγμή, το σύστημα υπερφορτώνεται. Αυτή η Παρασκευή και 13 Νοέμβρη 2026, ίσως είναι η μέρα που αυτή η υπερφόρτωση έγινε κρίσιμη. Η 'Doomsday Equation' του von Foerster, που προέβλεπε το άπειρο σε αυτό το χρονικό σημείο, ίσως δεν αφορούσε τον ανθρώπινο πληθυσμό, αλλά τον πληθυσμό των ψυχικών οντοτήτων

«Σαν δαίμονες που κατακλύζουν το μυαλό μας και αποκτούν τον εσωτερικό έλεγχο;» ρώτησε η Ελένη, με ψιθυριστή φωνή, γεμάτη τρόμο.

Ο Χρυσόστομος την κοίταξε στα μάτια. «Η λέξη "δαίμονες" είναι φορτισμένη με χιλιάδες χρόνια φόβου και άγνοιας, Ελένη. Δεν είναι δαίμονες με την παραδοσιακή έννοια. Δεν είναι κακά πνεύματα που θέλουν να μας καταστρέψουν. Είναι, αν θέλεις, οι ίδιες μας οι σκέψεις, οι ιδέες μας, οι φαντασιώσεις μας, που έχουν αποκτήσει μια ανεξέλεγκτη αυτονομία λόγω της υπερφόρτωσης. Σκέψου το σαν ένα ποτάμι που υπερχειλίζει. Το νερό δεν είναι κακό, αλλά όταν είναι πάρα πολύ, προκαλεί καταστροφή. Ή σαν ένα δάσος που αναπτύσσεται τόσο γρήγορα και τόσο πυκνά, που πνίγει τον ίδιο του τον εαυτό.»

«Αυτό που βλέπουμε στον Ανδρέα, και σε τόσους άλλους, είναι η αποκάλυψη του εσωτερικού μας κόσμου, που έχει γίνει ορατός, ή τουλάχιστον αισθητός, σε όσους είναι πιο ευάλωτοι. Είναι σαν το παραπέτασμα που διαχωρίζει την εσωτερική μας πραγματικότητα από την εξωτερική να έχει γίνει διαφανές. Και ναι, σε αυτή την κατάσταση, μπορούν να "αποκτήσουν έλεγχο", όχι επειδή είναι κακόβουλα, αλλά επειδή είναι τόσο πολλά και τόσο έντονα που κατακλύζουν τα φυσιολογικά μας συστήματα λογικής και διάκρισης.»

Ο Χρυσόστομος έκανε μια παύση, αναζητώντας έναν τρόπο να της προσφέρει μια διαφορετική οπτική, πέρα από τον φόβο. «Στην αρχαία φιλοσοφία, ειδικά στον Ταοϊσμό, υπάρχει η έννοια του "Wu Wei" – της "μη-δράσης" ή, πιο σωστά, της δράσης σε αρμονία με τη φυσική ροή των πραγμάτων. Δεν είναι παθητικότητα, αλλά η κατανόηση ότι μερικές φορές, η προσπάθεια να επιβάλεις τον έλεγχο σε κάτι που είναι εγγενώς χαοτικό ή υπερβολικά πολύπλοκο, οδηγεί σε μεγαλύτερη αναταραχή. Ίσως, σε αυτή την "οικολογική ρήξη" του νου, η απάντηση να μην είναι να προσπαθήσουμε να "πολεμήσουμε τους δαίμονες", αλλά να μάθουμε να συμβιώνουμε με αυτό το νέο, αναδυόμενο οικοσύστημα των ψυχικών οντοτήτων. Να βρούμε έναν τρόπο να εξημερώσουμε αυτή την "άγρια δύση" όχι με δύναμη, αλλά με κατανόηση και προσαρμογή.»

Η Ελένη, η αρχιτέκτονας της τάξης, δεν μπορούσε να το δεχτεί εύκολα. «Δηλαδή, να αφήσουμε τον Ανδρέα… να αφήσουμε όλους αυτούς τους ανθρώπους… να ζουν μέσα σε αυτό το χάος;» Η φωνή της ανέβηκε. «Δεν θα μπορούσαμε έστω να περιορίσουμε αυτό το ανεξέλεγκτο πλήθος διακρίνοντας κοινές ταυτότητες; Πλάσματα που δεν είναι παρά διαφορετικές εκδηλώσεις της ίδιας οντότητας; Να περιορίσουμε, έτσι, το πλήθος τους και να τα ελέγξουμε; Ή να τα οργανώσουμε σε κοινότητες με ιεραρχία για να μπορούμε να τα ελέγχουμε διαλεγόμενοι με τον "αρχηγό" τους;»

Ο Χρυσόστομος αναστέναξε. Η λογική της Ελένης, τόσο δομημένη και αποτελεσματική στον δικό της κόσμο, πάσχιζε να βρει εφαρμογή σε αυτό το νέο, ρευστό τοπίο. «Ελένη, καταλαβαίνω την ανάγκη σου για τάξη, για δομή. Είναι αυτό που κάνεις, αυτό που είσαι. Αλλά αυτό που συμβαίνει είναι διαφορετικής τάξης, όπως είχαμε πει. Όταν προσπαθείς να επιβάλεις μια ταξινόμηση, μια ιεραρχία, σε κάτι που είναι εγγενώς ρευστό και αναδυόμενο, κινδυνεύεις να το διαστρεβλώσεις, να δημιουργήσεις ένα ακόμη πιο ψεύτικο "είδωλο" που θα σε οδηγήσει σε λάθος συμπεράσματα.»

«Σκέψου το σαν ένα ζωντανό δάσος,» συνέχισε ο Χρυσόστομος, δείχνοντας με το βλέμμα του τον Ανδρέα που τώρα γελούσε με κάτι που μόνο αυτός έβλεπε. «Μπορείς να πας σε ένα δάσος και να πεις: "Αυτά είναι όλα τα έλατα, αυτά είναι όλα τα πεύκα, αυτά είναι όλα τα ζώα της τάξης των θηλαστικών". Μπορείς να τα καταγράψεις, να τα ταξινομήσεις. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ελέγχεις το δάσος. Δεν σημαίνει ότι κατανοείς πλήρως τις αλληλεπιδράσεις τους, το πώς η ανάπτυξη ενός είδους επηρεάζει ένα άλλο, το πώς ένα μικρό γεγονός μπορεί να προκαλέσει ένα ντόμινο επιπτώσεων. Δεν μπορείς να διαλέξεις έναν "αρχηγό" των ελάτων και να μιλήσεις μαζί του για να ελέγξεις ολόκληρο το δάσος. Το δάσος είναι ένα αυτο-οργανωμένο σύστημα. Έχει τη δική του δυναμική.»

«Και εδώ, με τις ψυχικές οντότητες, είναι ακόμη πιο περίπλοκο. Αυτές οι οντότητες είναι αλληλένδετες με την ίδια τη συνείδηση που τις παράγει. Δεν είναι ξεχωριστά, διακριτά αντικείμενα που μπορείς απλώς να τα βάλεις σε κουτάκια. Μια "ιδέα" για τον εαυτό σου μπορεί να είναι αλληλένδετη με την "ιδέα" για τον αγαπημένο σου, και αυτή με μια "ιδέα" από ένα τραγούδι που άκουσες. Πώς θα τα διαχωρίσεις; Πώς θα βρεις έναν "αρχηγό" σε αυτό το αέναο ρεύμα;»

«Αυτό που προτείνεις, Ελένη, είναι μια προσέγγιση πρώτης τάξεως κυβερνητικής – να παρατηρήσουμε το σύστημα από έξω και να προσπαθήσουμε να το ελέγξουμε. Αλλά αυτό που βλέπουμε είναι ένα σύστημα που έχει γίνει δεύτερης τάξεως – ο παρατηρητής είναι μέσα στο σύστημα, και η ίδια η πράξη της παρατήρησης και του ελέγχου το διαμορφώνει. Αν προσπαθήσουμε να επιβάλουμε μια αυστηρή ιεραρχία ή ταξινόμηση, μπορεί να κάνουμε την κατάσταση χειρότερη, να δημιουργήσουμε νέες, απρόβλεπτες αναταραχές. Η "εξημέρωση" εδώ δεν είναι "καταστολή", αλλά "κατανόηση" και "προσαρμογή".»

Ξαφνικά, ο Ανδρέας, που μέχρι τώρα ήταν απορροφημένος στον δικό του κόσμο, έκανε μια απότομη κίνηση. Τα μάτια του καρφώθηκαν στην τηλεόραση, η οποία ήταν σβηστή. Με ένα εκστατικό χαμόγελο, άπλωσε το χέρι του και πάτησε το κουμπί του τηλεχειριστηρίου. Η οθόνη άναψε, και η εικόνα ενός έκτακτου δελτίου ειδήσεων πλημμύρισε το δωμάτιο.

Μια σοβαρή δημοσιογράφος, με το μακιγιάζ της να τρέχει ελαφρά και τα μαλλιά της αχτένιστα, μιλούσε με αγωνία. «…πρωτοφανή περιστατικά αναφέρονται σε όλο τον κόσμο. Οι αρχές καλούν σε ψυχραιμία, αλλά η κατάσταση δείχνει να ξεφεύγει από κάθε έλεγχο. Αναφορές για μαζικές παραισθήσεις, παραληρήματα μεγαλείου και καταδίωξης, και ανεξέλεγκτες εκδηλώσεις συναισθημάτων έχουν κατακλύσει τα κέντρα έκτακτης ανάγκης. Ειδικοί ψυχικής υγείας μιλούν για μια παγκόσμια ψύχωση…»

Ο Ανδρέας γέλασε δυνατά, ένα γέλιο που έμοιαζε να ανήκει σε κάποιον άλλον. Πάτησε ξανά το κουμπί. Το κανάλι άλλαξε.

Στην οθόνη εμφανίστηκε μια σκηνή από το Τόκιο. Ένας άνδρας, ντυμένος με μια αυτοσχέδια πανοπλία από χαρτόνι, στεκόταν στην κορυφή ενός ουρανοξύστη, φωνάζοντας ότι ήταν ο Αυτοκράτορας του Σύμπαντος και ότι οι "ψυχικές ορδές" τον είχαν επιλέξει να τους οδηγήσει σε μια νέα εποχή. Από κάτω, πλήθος κόσμου τον παρακολουθούσε, κάποιοι με τρόμο, άλλοι με μια παράξενη, σχεδόν θρησκευτική ευλάβεια.

Ο Ανδρέας πάτησε ξανά. Η εικόνα μεταφέρθηκε στο Λονδίνο. Ένας διάσημος οικονομολόγος, σε ζωντανή σύνδεση, έδειχνε με μανία έναν άδειο πίνακα, ισχυριζόμενος ότι είχε ανακαλύψει τον απόλυτο αλγόριθμο που μπορούσε να προβλέψει κάθε οικονομική κίνηση, καθώς όλες οι αγορές καθοδηγούνταν πλέον από τις "συλλογικές επιθυμίες των αόρατων οντοτήτων". Τα μάτια του γυάλιζαν με έναν πυρετό που δεν ήταν γνώριμος.

Άλλο ένα πάτημα. Παρίσι. Μια ομάδα καλλιτεχνών είχε καταλάβει το Λούβρο, ζωγραφίζοντας πάνω στους πίνακες του Μουσείου, υποστηρίζοντας ότι οι "ψυχικές οντότητες" τους είχαν αποκαλύψει την αληθινή μορφή της τέχνης και ότι τα παλιά έργα ήταν απλώς "είδωλα" μιας περασμένης, περιορισμένης συνείδησης.

Ο Ανδρέας συνέχιζε το zapping, με ένα χαμόγελο που μεγάλωνε. Νέα Υόρκη, Μόσχα, Πεκίνο, Κάιρο. Παντού, οι ίδιες σκηνές: άνθρωποι που "στον κόσμο τους", αλληλεπιδρώντας με αόρατα πλήθη, εκδηλώνοντας παραληρήματα που ήταν άλλοτε μεγαλειώδη, άλλοτε τρομακτικά, άλλοτε απλώς παράλογα. Ο κόσμος είχε γίνει ένα απέραντο θέατρο, όπου κάθε νους ήταν μια σκηνή για την αποκάλυψη των "ειδώλων".

Ο Χρυσόστομος και η Ελένη παρακολουθούσαν αυτό το ιδιότυπο, καλειδοσκοπικό "δελτίο ειδήσεων" σιωπηλοί. Η Ελένη, η αρχιτέκτονας της τάξης, έβλεπε τώρα την ίδια της την πραγματικότητα να διαλύεται μπροστά στα μάτια της, όχι μόνο στο σαλόνι της, αλλά σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ο Χρυσόστομος, από την άλλη, ένιωθε μια ψυχρή επιβεβαίωση. Η "Ημέρα της Κρίσεως" δεν ήταν μια έκρηξη ατομικών βομβών, αλλά μια έκρηξη του ίδιου του νου, μια αποκάλυψη του ψυχικού οικοσυστήματος που είχε φτάσει στο σημείο του απείρου. Η "Doomsday Equation" του von Foerster είχε εκπληρωθεί, όχι με την εξαφάνιση της ανθρωπότητας, αλλά με την υπερφόρτωση της συνείδησής της.

Ξαφνικά, το κινητό του Χρυσόστομου άρχισε να δονείται στο τραπέζι του σαλονιού. Ήταν μια κλήση από τον καθηγητή του, τον ίδιο που τον είχε καλέσει χθες το βράδυ. Ο Χρυσόστομος απάντησε, βάζοντας το ηχείο ώστε να ακούει και η Ελένη.

«Χρυσόστομε! Σε παρακαλώ, πες μου ότι είσαι καλά!» Η φωνή του καθηγητή ήταν σπασμένη, γεμάτη απόγνωση. «Είναι χάος! Το νοσοκομείο έχει κατακλυστεί! Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε! Οι ψυχίατροι… πολλοί από αυτούς… αρχίζουν και αυτοί να… να βλέπουν πράγματα! Να μιλούν με… αόρατες οντότητες! Είναι σαν… σαν να μεταδίδεται!»

Η Ελένη έπιασε το χέρι του Χρυσόστομου σφιχτά, τα νύχια της να του καρφώνονται στο δέρμα.

«Καθηγητά, ψυχραιμία,» είπε ο Χρυσόστομος, προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία του, αν και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. «Είναι αυτό που συζητήσαμε. Η ρήξη του παραπετάσματος. Ο πληθυσμός των ψυχικών οντοτήτων…»

«Ξέρω, ξέρω!» τον διέκοψε ο καθηγητής. «Αλλά δεν είναι πλέον θεωρία, Χρυσόστομε! Είναι πραγματικότητα! Και είναι παντού! Οι κυβερνήσεις… προσπαθούν να το αποκρύψουν, αλλά είναι αδύνατο! Οι ειδήσεις… τα μέσα… παντού! Έχουμε αναφορές για μαζικές υστερίες σε δημόσιους χώρους, για ομάδες ανθρώπων που αρχίζουν να "επικοινωνούν" με τις ίδιες αόρατες οντότητες, να δημιουργούν κοινές παραληρηματικές πραγματικότητες! Είναι σαν… σαν να δημιουργούνται νέες, συλλογικές συνειδήσεις! Πρέπει να κάνουμε κάτι! Όλοι μας! Εσύ… εσύ έχεις μια ιδέα… πώς το είπες; Ο κηπουρός…»

Η γραμμή έπεσε. Ο Χρυσόστομος κράτησε το τηλέφωνο στο αυτί του για λίγα δευτερόλεπτα, ακούγοντας μόνο το νεκρό σήμα. Η σιωπή στο δωμάτιο ήταν τώρα πιο εκκωφαντική από το παραλήρημα του Ανδρέα ή τον θόρυβο της τηλεόρασης.

Η Ελένη τον κοίταξε, τα μάτια της γεμάτα τρόμο και μια νέα, τρομακτική κατανόηση. «Συλλογικές συνειδήσεις…» ψιθύρισε. «Δηλαδή… δεν είναι μόνο ο Ανδρέας… είναι… είναι ολόκληρος ο κόσμος…»

Ο Χρυσόστομος έγνεψε αργά. Η "Doomsday Equation" είχε φτάσει στην κορύφωσή της. Η εκθετική αύξηση των ψυχικών οντοτήτων είχε οδηγήσει σε μια συλλογική, αναδυόμενη ψύχωση. Η "οικολογική ρήξη" δεν ήταν πλέον μόνο προσωπική, αλλά πλανητική.

...συνεχίζεται...