Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2025

Παρασκευή και 13... Νοεμβρίου 2026 - η γνωριμία

(Διαβάστε το πρώτο και το δεύτερο μέρος της παρακάτω ιστορίας πριν συνεχίσετε)

Η ιστορία, όπως τη γνωρίζουμε, γράφεται με ημερομηνίες, με γεγονότα, με αποφάσεις. Όμως, στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά ένα ποτάμι που κυλά. Κι όταν βρίσκεσαι ο ίδιος μέσα σε αυτή την αδιάκοπη ροή, δεν υπάρχουν στιγμές και γεγονότα. Μόνο όσοι βρίσκονται στις όχθες μπορούν να δουν κάποιους στροβίλους κι όσοι από μακριά ατενίζουν το σχήμα του να δουν τους μαίανδρους που το συνθέτουν.

Έτσι, όταν συμβαίνει η Ιστορία, στο διαρκές Παρόν της αδιάκοπης εξέλιξης, μόνον κάποιοι λίγοι οξυδερκείς μπορούν να συλλάβουν το νόημα των συμβάντων. Να δουν τη σπίθα που ανάβει μέσα στη σκοτεινή σπηλιά του χρόνου, προτού η φωτιά κατακλύσει τον κόσμο. Άλλοτε ως πυρκαγιά για να φέρει την Κόλαση, κι άλλοτε ως φως για να ανάψει τη δάδα του Προμηθέα! Μια τέτοια σπίθα άναψε στις 7 Μαρτίου 1936. Ενώ οι εφημερίδες της εποχής μιλούσαν για την Επαναστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας – την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων σε μια αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη, κατά παράβαση της Συνθήκης των Βερσαλλιών και των Συνθηκών του Λοκάρνο – η πραγματική σημασία της ημέρας κρυβόταν αλλού. Η αδράνεια της Γαλλίας και της Βρετανίας, η απροθυμία τους να αντιδράσουν στρατιωτικά, δεν ήταν απλώς μια πολιτική αποτυχία. Ήταν μια συλλογική απάθεια, μια σιωπηλή συγκατάθεση που άνοιξε τις πύλες σε μια αλυσίδα γεγονότων που θα οδηγούσε στον όλεθρο. Ο Χίτλερ, μια εβδομάδα αργότερα, θα δήλωνε με ανατριχιαστική σιγουριά: «Ούτε οι απειλές ούτε οι προειδοποιήσεις θα με εμποδίσουν να προχωρήσω στον δρόμο μου. Ακολουθώ το μονοπάτι που μου έχει οριστεί από τη θεία πρόνοια με την ενστικτώδη σιγουριά ενός υπνοβάτη». Μια ενστικτώδης σιγουριά, σαν να καθοδηγούνταν από κάτι πέρα από τη λογική, κάτι που μόλις τότε άρχιζε να συσσωματώνεται. Ο υπνοβάτης ξεκινούσε την πορεία του. Εκατομμύρια συμπατριώτες του θα τον ακολουθούσα πιστά, σαν υπνοβάτες κι εκείνοι, έτοιμοι να κάνουν καθετί απάνθρωπο… 

Την ίδια ακριβώς ημέρα που ο Χίτλερ και η αγέλη του ξεκινούσαν να υπνοβατούν, 8 δεκαετίες και 8 χρόνια μετά, κάτι ενδιαφέρον θα συνέβαινε σε ένα δρόμο της Αθήνα. Κάτι που θα τροφοδοτούσε λυτρωτικές εξελίξεις όταν θα έρχονταν το πλήρωμα του χρόνου. Οι ειδήσεις της ημέρας κατακλύζονταν από τις γεωπολιτικές αναταράξεις που συγκλόνιζαν όλο το τόξο που ξεκινά από μια πόλη που ίδρυσαν Έλληνες, την Οδησσό και καταλήγει σε μια άλλη που ίδρυσαν Φοίνικες, την Τρίπολη. Στην καρδιά της Αθήνας, το γκρίζο της ατελείωτης, άμορφης κοσμικής ροής άρχιζε να διαμορφώνει μια συσσωμάτωση. Ήταν μια διπλή συνάντηση που θα διαμόρφωνε την ιστορία μας. Η πρώτη σταγόνα του επερχόμενου κατακλυσμού είχε πέσει εδώ και χρόνια. Κάποιοι είχαν προσέξει τον Καιρό και είχαν αρχίσει να μαστορεύουν την κιβωτό τους… Και η σταγόνα έγινε ψιχάλα. Οι πρώτες βροντές ακούγονταν ήδη μακριά στον ορίζοντα. Η καταιγίδα ήταν έτοιμη να ξεσπάσει.

Οι ήρωες της ιστορίας, εξακολουθούσαν να ζουν μια ζωή αμέριμνη στο μάτι του κυκλώνα... Ο Χρυσόστομος. Η Ελένη. Ο Ανδρέας… ο ένας νεαρός λογιστής, στεκόταν υπομονετικά στο πεζοδρόμιο, χτυπώντας ρυθμικά το πόδι του. Περίμενε την αδελφή του. Είχε αργήσει. Ο ήλιος, δειλά ακόμα, άρχιζε να λούζει τους δρόμους με ένα χλιαρό φως, φέρνοντας την υπόσχεση μιας ήσυχης, συνηθισμένης ημέρας. Λίγα μέτρα πιο κάτω, ένας δυνατός θόρυβος διέκοψε την ησυχία. Ένας αχνός ήχος φρένων, μετά ένα τρίξιμο μετάλλων, και τέλος, μια γυναικεία κραυγή. Ο Ανδρέας αναγνώρισε τη φωνή της Ελένης. Ένα ρίγος τον διαπέρασε. Της είχε πει να είναι προσεκτική με τη βέσπα της. Έτρεξε προς την κατεύθυνση του ήχου. Η Ελένη βρισκόταν στο έδαφος, δίπλα στη βέσπα της, η οποία είχε χτυπηθεί ελαφρά από ένα παλιό αυτοκίνητο. Ο οδηγός του αυτοκινήτου, ένας νεαρός άνδρας με έντονα χαρακτηριστικά και ένα πρόσωπο που πρόδιδε την αμηχανία, βγήκε βιαστικά από το όχημα.

«Συγγνώμη! Συγγνώμη! Δεν σας είδα!» είπε με μια βιασύνη που αποκάλυπτε τον πανικό του. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν για μια στιγμή – το βλέμμα του ταραγμένου οδηγού, το βλέμμα του αδελφού που παρακολουθούσε από μακριά. Ο απρόσεκτος οδηγός έσκυψε πάνω από την Ελένη, εξετάζοντας αν είχε τραυματιστεί. «Είστε καλά; Σας παρακαλώ, επιτρέψτε μου να σας βοηθήσω.» Η Ελένη, με ένα μικρό ξύσιμο στο γόνατο, σηκώθηκε. «Είμαι καλά… απλώς ένας μικρός φόβος.» 

Καθώς μάζευαν τη βέσπα και αντάλλασσαν στοιχεία, ο Ανδρέας τους παρακολουθούσε από απόσταση, με μια παράξενη αίσθηση απόστασης και οικειότητας ταυτόχρονα. Ήταν σαν να έβλεπε μια σκηνή που είχε ήδη παιχτεί, ή μια σκηνή που θα παιζόταν ξανά, σε ένα άλλο πλαίσιο. Κάτι διαισθανόταν, κάτι που δεν μπορούσε να εκφράσει. Η τυχαία αυτή συνάντηση, η αμηχανία, οι μικρές κινήσεις, όλα έμοιαζαν σαν μια καλοστημένη ταινία που μόλις άρχιζε.

Εκείνη τη στιγμή, μια σκιά έπεσε πάνω του. Ένας άνδρας, με κουρελιασμένα ρούχα και ένα πρόσωπο χαραγμένο από τον ήλιο και τον χρόνο, στεκόταν μπροστά του, απλώνοντας ένα βρόμικο χέρι. Ήταν ένας ζητιάνος, ένας από τους πολλούς που συναντούσε κανείς στους δρόμους. Τα μάτια του, όμως, ήταν αυτά που τον καθήλωσαν. Ο Ανδρέας έβαλε το χέρι στην τσέπη, έπιασε ένα κέρμα από την τσέπη του και του το έδωσε. Ο ζητιάνος πήρε το κέρμα, αλλά δεν έφυγε αμέσως. Κάρφωσε το βλέμμα του στα μάτια του Ανδρέα. Ένα βλέμμα που δεν ήταν ανθρώπινο, ένα βλέμμα που έμοιαζε να ανήκει να έρχεται από τις θολές παρυφές των Αιώνων κουβαλώντας την ενέργεια από χιλιάδες πληγές ανοικτές. Και τότε, μια σειρά από λέξεις, σαν ψίθυροι από το πουθενά, άρχισαν να ξεπηδούν από τα χείλη του ζητιάνου, με μια φωνή που δεν ήταν δική του: «Αγάπη… Πρόταση γάμου… αγροτουριστικό κατάλυμα…»

Οι λέξεις, τόσο ξένες για το πλαίσιο, τόσο ασυνάρτητες, πέρασαν και χάθηκαν στον άνεμο. Ο Ανδρέας, καθηλωμένος από το βλέμμα, δεν τις κατέγραψε. Μόνο το βλέμμα έμεινε, ένα αποτύπωμα στην ψυχή του, η ακρή ενός νήματος που θα άρχιζε να ξετυλίγει με τον καιρό και να τον οδηγεί στην έξοδο του λαβυρίνθου. Ο ζητιάνος, αφού τον κοίταξε για μια τελευταία, αινιγματική στιγμή, γύρισε και συνέχισε τον δρόμο του, μέχρι που εξαφανίστηκε στην πρωινή κίνηση.

Καθώς είχε μείνει να κοιτάζει τη φιγούρα του ζητιάνου που είχε σβήσει μέσα στο πλήθος, η Ελένη τον πλησίασε, με ένα χαμόγελο που σκίαζε ακόμα ο μικρός φόβος της σύγκρουσης. «Ανδρέα! Είμαστε καλεσμένοι το βράδυ σε πάρτι γενεθλίων! Ο οδηγός, ο Χρυσόστομος, έχει γενέθλια σήμερα και μας κάλεσε. Είναι και Τσικνοπέμπτη, μην το ξεχνάς! Θα πάμε μεταμφιεσμένοι!»

... ένα ελλακτικό τέλος από το Gemini...

Δεν υπάρχουν σχόλια: