Ζούμε σε μια εποχή όπου η πληροφορία έχει πάψει να είναι μέσο. Έχει γίνει περιβάλλον, υπόστρωμα και νόημα του κόσμου. Η καθημερινότητά μας, η εργασία, οι σχέσεις, ακόμη και η μνήμη και η φαντασία, διέρχονται από τον ψηφιακό χώρο, ο οποίος δεν είναι πια «εικονικός», αλλά υπερ-πραγματικός: περιέχει τη ζωή όπως το νερό περιέχει τη ροή. Σε αυτό το νέο οικοσύστημα του νοήματος, οι παραδοσιακές φιλοσοφικές διακρίσεις ανάμεσα στο σώμα και τη νόηση, στο εργαλείο και τον χρήστη, στο δεδομένο και το υποκείμενο, παύουν να έχουν σαφή όρια.
Η Τεχνητή
Νοημοσύνη, ιδιαίτερα στις σημερινές της μορφές, δεν είναι απλώς ένα τεχνικό
επίτευγμα. Είναι η συμπύκνωση ενός κοσμοειδώλου: της πεποίθησης ότι το
πραγματικό μπορεί να περιγραφεί, να προβλεφθεί και να αναπαραχθεί υπολογιστικά.
Στο μέτρο που η πίστη αυτή κυριαρχεί, εγκαθιδρύεται αυτό που αποκαλώ Ψηφιακή
Δογματική: Ένα σύστημα πίστης όπου η υπολογισιμότητα αντικαθιστά την
αλήθεια. Ό,τι δεν είναι επεξεργάσιμο, στατιστικά εύλογο ή προτυποποιημένο,
θεωρείται αδιάφορο ή ανύπαρκτο.
Κι όμως, η ίδια η
πραγματικότητα αντιστέκεται. Κάθε σύστημα, όσο τέλειος κι αν είναι ο αλγόριθμός
του, συναντά ένα ρήγμα: το μη υπολογίσιμο[1].
Εκεί αναδύεται η ζωή: το αστάθμητο, το δημιουργικό, το ενδεχομενικό. Από αυτό
το σημείο ξεκινά η μετάβαση προς μια νέα μετα-οντολογία της πληροφορίας,
όπου η πληροφορία δεν νοείται ως νόμος, αλλά ως πράξη, ως ικανότητα να
λειτουργείς μέσα στον κόσμο και να τον κρατάς ζωντανό.
Από αυτή τη σκέψη
ξεδιπλώνονται δύο έννοιες που έχουν ιδιαίτερη επικαιρότητα σήμερα, μια εποχή
όπου καλπάζει η Τεχνητή Νοημοσύνη και η ψηφιποίηση κάθε πτυχής του προσωπικού
και κοινωνικού βίου:
·
Η Ψηφιακή Δογματική, η κριτική της πίστης
στην υπολογισιμότητα. Ανατέμνει την ιστορική πορεία του Λόγου (από τη
μεταφυσική του Θεού στη μηχανική του Νόμου) και δείχνει πώς η πληροφορία μπορεί
να νοηθεί όχι ως σύμβαση αλλά ως μορφή ζωής.
·
Η διαπίστωση για αυτό που αποκαλώ Onlife Δράμα, τη σύντηξη πραγματικού και ψηφιακού, που
μεταφέρει το βάρος από την οντολογία στην επιτελεστικότητα, από το «είναι» στο
«πράττειν». Εκεί, ο άνθρωπος και ο υπολογιστικός πράκτορας δεν συνυπάρχουν
απλώς: συν-υποδύονται ρόλους πάνω στη σκηνή του ψηφιακού πραγματικού. Η
δραματική αυτή προσέγγιση, η ιδέα ότι η τεχνολογία όχι απλώς λειτουργεί,
αλλά συν-εργεί , ανοίγει έναν νέο τρόπο να σκεφτούμε τη σχέση μας
με τις μηχανές: Όπως το αρχαίο δράμα υπήρξε τόπος συλλογικής αυτογνωσίας της
πόλης, έτσι και το onlife
δράμα μπορεί να γίνει τόπος αυτογνωσίας της υπερσυνδεδεμένης κοινωνίας. Εκεί, η
πληροφορία δεν είναι δεδομένο, αλλά νόημα σε εξέλιξη. Δεν είναι ο νόμος
που δεσμεύει, αλλά η πράξη που επιτελείται.
Η συνθετική
θεώρηση των δύο αυτών εννοιών, της ψηφιακής
δογματικής και του onlife
δράματος, επιδιώκει να θεμελιώσει μια φιλοσοφία του ψηφιακού πραγματικού,
ικανή να απαντήσει σε τρία ερωτήματα που αφορούν τον πυρήνα της σύγχρονης
πληροφορικής συνείδησης:
- Τι σημαίνει «γνώση» σε έναν κόσμο
όπου η πληροφόρηση προηγείται της εμπειρίας;
- Πώς διαμορφώνεται η έννοια της
«ευθύνης» όταν οι πράξεις μας εκτελούνται από αυτόνομα υπολογιστικά
συστήματα;
- Ποιο είναι το όριο ανάμεσα στην πληροφορία
που αναπαριστά και στην πληροφορία που ζει;
Αυτά τα ερωτήματα
δεν είναι θεωρητικά μόνο. Αφορούν την καθημερινή πράξη του πληροφορικού, του
μηχανικού, του επιστήμονα, του πολίτη. Γιατί αν κάτι διδάσκει η εποχή της
Τεχνητής Νοημοσύνης, είναι ότι ο υπολογισμός έχει ήδη γίνει πολιτισμός —
και, ως πολιτισμός, χρειάζεται φιλοσοφία, ήθος και ποίηση.
Τελικά, αυτές οι δύο έννοιες είναι οι δύο όψεις ενός ίδιου στοχασμού: από τη θεολογία του αλγορίθμου στη βιολογία του νοήματος· από την υπολογισιμότητα της αλήθειας στη λειτουργικότητα του πραγματικού. Υπό το πρίσμα αυτό, το παρόν κείμενο και όσα θα ακολουθήσουν με την περαιτέρω ανάλυση των δύο κεντρικών εννοιών που αναφέραμε, δεν στοχεύει να προδικάσει τα συμπεράσματα, αλλά να καλέσει σε συμμετοχή. Γιατί, τελικά, ο διάλογος ανάμεσα στον άνθρωπο και την τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι απλώς τεχνικό πρόβλημα· είναι η νέα μορφή του ανθρώπινου δράματος.
[1] Ήδη από το 1936, ο Alan Turing απέδειξε ότι το λεγόμενο halting problem είναι μη υπολογίσιμο. Η πρακτική αξία αυτού του θεωρητικού αποτελέσματος είναι ότι δεν υπάρχει αυτόματη διαδικασία που να μπορεί να αποδείξει, εν γένει, την ορθότητα ενός αλγορίθμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου