Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2025

Πολιτικά διδάγματα από τη θεωρία κατανεμημένων συστημάτων

Στην Πληροφορική, όσοι έχουμε ασχοληθεί με θεωρία κατανεμημένων συστημάτων, γνωρίζουμε καλά το Byzantine Generals Problem: το κλασικό πρόβλημα του πώς ένα σύνολο κόμβων μπορεί να φτάσει σε κοινή απόφαση όταν κάποιοι από αυτούς είναι αναξιόπιστοι, παραποιούν μηνύματα ή απλώς δεν συνεργάζονται.


Το πρόβλημα αυτό δεν είναι μόνο μια θεωρητική άσκηση. Είναι η θεμελιακή έκφραση του πώς λειτουργούν (ή αποτυγχάνουν) τα συστήματα όταν απαιτείται συντονισμένη δράση αλλά το περιβάλλον είναι μη αξιόπιστο. Και η τραγική του δύναμη βρίσκεται στο εξής: ακόμη και αν οι περισσότεροι κόμβοι είναι καλοπροαίρετοι, η έλλειψη εμπιστοσύνης, η αβεβαιότητα, ή η κλειστότητα στην επικοινωνία μπορεί να οδηγήσει το σύστημα σε αδιέξοδο, παράλυση ή και καταστροφή.

Ως επιστήμονας της Πληροφορικής, δεν μπορώ να μη βλέπω την αναλογία με την ελληνική κοινωνική πραγματικότητα: Ζούμε στις μέρες μας μια ανθρώπινη εκδοχή του Byzantine Generals Problem: Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν το καλό και βλέπουν τις παθογένειες. Θα προτιμούσαν μια κοινωνία πιο δίκαιη, πιο καθαρή, πιο ανθρώπινη. Αλλά κανείς δεν κάνει το πρώτο βήμα.

Γιατί; Γιατί υπάρχει η ίδια αβεβαιότητα που παραλύει και τους υπολογιστικούς κόμβους: «Κι αν εγώ κινηθώ και κανείς άλλος δεν ακολουθήσει; Κι αν γίνω ο μόνος ‘αφελής’; Κι αν ο διπλανός μου συνεχίσει να λειτουργεί κυνικά και εγώ μείνω εκτεθειμένος;». 

Έτσι ο άνθρωπος μένει αδρανής, περιμένοντας κάποιο «πλειοψηφικό σήμα» που δεν έρχεται ποτέ. Και η απάθεια αναπαράγεται όπως η βλάβη σε ένα κατανεμημένο σύστημα: σιωπηρά, ύπουλα, με λογικούς αλλά καταστροφικούς μηχανισμούς.

Και μέσα σε αυτή την καθυστέρηση, μια βαθύτερη παθολογία απλώνεται: Ο μιθριδατισμός απέναντι στο κακό.... Συνηθίζουμε την παρανομία, συνηθίζουμε την αναξιοπρέπεια, συνηθίζουμε την αδικία, μέχρι που δεν μας σοκάρει πια. Και μετά, στον ίδιο βαθμό που ανεχόμαστε αυτά που δεν θα έπρεπε, θρέφουμε και μέσα μας την αίσθηση ότι «τίποτα δεν αλλάζει».

Αυτός ο κύκλος είναι η ανθρώπινη εκδοχή του Byzantine Failure: η κοινωνία χάνει την ορατότητα του συλλογικού καλού, και ο καθένας βυθίζεται στην ιδιωτική απαισιοδοξία, ενώ τα ίδια τα προβλήματα γίνονται αυτοσυντηρούμενα.

Και υπάρχει κάτι ακόμα πιο λεπτό: Όταν κατηγορούμε την απάθεια των άλλων χωρίς να πράττουμε οι ίδιοι το ελάχιστο που αναλογεί σε μας, τότε (χωρίς να το συνειδητοποιούμε) νομιμοποιούμε το φαινόμενο που καταγγέλλουμε. Γινόμαστε μέρος του προβλήματος που λέμε ότι πολεμάμε.

Η κοινωνική αλλαγή δεν μπορεί να περιμένει «τους άλλους». Δεν θα υπάρξει ποτέ τέλειο σήμα συντονισμού. Καμία πλειοψηφία δεν θα εμφανιστεί πρώτα. Καμία μαγική στιγμή δεν θα φέρει την «κατάλληλη συνθήκη». Έτσι δεν λειτουργεί ούτε η ζωή, ούτε τα συστήματα, ούτε η ιστορία.

Σε κάθε Byzantine Generals σύστημα, υπάρχει πάντα ένας κόμβος που πρέπει να τολμήσει να δράσει πρώτος. Όχι επειδή έχει εγγυήσεις. Αλλά επειδή χωρίς αυτόν, το σύστημα δεν θα κινηθεί ποτέ.

Το ίδιο ισχύει και για εμάς. Αν θέλουμε μια κοινωνία πιο δίκαιη,

πιο καθαρή, πιο ανθρώπινη, πιο φωτεινή, ας αρχίσουμε εμείς. Χωρίς να περιμένουμε τους πολλούς. Γιατί οι πολλοί περιμένουν εμάς.

Το σκοτάδι δεν φεύγει με αναλύσεις. Φεύγει όταν κάποιος ανάψει το πρώτο φως. Ας είναι αυτό το φως δικό μας έργο! 

Ελληνισμός: ένα Έθνος Εσωτερικής Καύσης

Παρακολουθώντας τη δημόσια συζήτηση για το τι συνέβη το 2015-2019 με αφορμή την "Ιθάκη", θα ήθελα να προσπαθήσουμε να προσπεράσουμε σκοπιμότητες και κατηγορίες για τυχόν ψεύδη και προδοσίες και να εστιάσουμε σε ένα επαναλαμβανόμενο ιστορικό μοτίβο για να διδαχθούμε από την πρόσφατη ιστορία μας και να δούμε με καθαρή ματιά το παρόν και το μέλλον μας.

Ο ελληνισμός έχει αποδείξει ότι διαθέτει σε στιγμές δύσκολες μια ασυγκράτητη ορμή. Μικρός στον χάρτη, αλλά απέραντος στην ψυχή. Ένα έθνος που, όταν απειλείται η αξιοπρέπειά του, πετάει από πάνω του τους αριθμούς, τις στατιστικές, τα «δεν γίνεται», και διεκδικεί αυτό που ο υπόλοιπος κόσμος θεωρεί ανέφικτο.

Γι’ αυτό η Ελλάδα είναι πάντα ανάμεσα σε δύο άκρα: στο ένα άκρο βρίσκεται το θαύμα και στο άλλο το τραύμα. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Είναι το πεπρωμένο ενός Έθνους Εσωτερικής Καύσης. Όταν η φλόγα του λαού συναντήσει ηγεσία αντάξια, γεννιούνται νίκες που ξεπερνούν κάθε λογική. Όταν όχι, η φλόγα, αντί να προχωρήσει, στρέφεται μέσα μας και μας κατατρώει.

Τρεις φορές αυτό το μοτίβο καθόρισε τη μοίρα μας σε έναν μόλις αιώνα:

  • 1910–1922: Η χώρα απογειώνεται με τον Βενιζέλο, νικά στους Βαλκανικούς, υψώνει απαιτήσεις ιστορίας. Κι όμως, ο Διχασμός κόβει το έθνος στα δύο και η Μικρασιατική Καταστροφή εξαϋλώνει έναν θρίαμβο. Η φλόγα έγινε στάχτη.
  • 1940–1949: Ο λαός σηκώνει ένα «ΟΧΙ» βαρύτερο κι από το βουνό. Η Αντίσταση ξαναδίνει στην Ελλάδα την ψυχή της. Κι όμως, η απουσία ενιαίας ηγεσίας και η αυταπάτη των συμμαχιών οδηγούν στην εμφύλια πληγή. Η φλόγα έγινε πόνος.
  • 2010–2015: Μέσα στην κρίση, ο λαός ξαναθυμάται την αξιοπρέπεια. Το δημοψήφισμα είναι μια σύγχρονη εκδοχή της ίδιας ελληνικής υπέρβασης: «Δε θα ζήσουμε γονατισμένοι». Κι όμως, η ηγεσία δεν αντέχει τη δική της υπόσχεση. Η φλόγα γίνεται απογοήτευση.

Και στις τρεις περιπτώσεις ο λαός ήταν υπέροχος. Και στις τρεις περιπτώσεις οι ηγεσίες ήταν κατώτερες του ύψους. Η βαθύτερη αλήθεια, αν έχουμε το θάρρος να την κοιτάξουμε κατάματα, είναι καθαρή:

Ο ελληνικός λαός έχει την τάση να υπερβαίνει την Ιστορία.
Οι ηγεσίες του έχουν την τάση να την παρερμηνεύουν.

Ο λαός έχει ψυχή αξιώσεων. Το κράτος συχνά έχει ορίζοντα διαχειριστή. Και τότε, η ενέργεια γίνεται αυτοτραυματισμός. Η υπερηφάνεια γίνεται διχασμός. Το όνειρο γίνεται συντριβή.

Αλλά καμία συντριβή δεν μπόρεσε να καταργήσει την ελληνική υπέρβαση. Και εδώ κρύβεται η παρηγορητική μας δύναμη: Κάθε φορά που πέσαμε, ξανασηκωθήκαμε! 

Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι αν μπορούμε. Αυτό έχει απαντηθεί με αίμα. Το ζήτημα είναι πότε θα βρεθεί η ηγεσία που θα τολμήσει να σταθεί αντάξια του λαού της. Μια ηγεσία που θα πει την αλήθεια για το κόστος της αξιοπρέπειας.

  • Που θα γνωρίζει τα όρια χωρίς να τα υποκλίνεται.
  • Που θα παίρνει το ρίσκο χωρίς να παραμυθιάζει.
  • Που θα αφήσει τη φλόγα να γίνει κινητήρας, όχι βόμβα.

Γιατί ο ελληνισμός δεν είναι φτιαγμένος για ρόλο κομπάρσου. Δεν γεννήθηκε για να επιβιώνει αλλά για να δημιουργεί. Και καμιά κρίση, κανένα μνημόνιο, κανένας διχασμός δεν θα το αλλάξει αυτό. Ίσως λοιπόν το πραγματικό ερώτημα του αιώνα μας να μην είναι «Τι έφταιξε;» αλλά «Τι μας αξίζει;». Και η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι απλή και καθαρή:

Μας αξίζει να έχουμε ηγεσία αντάξια της ψυχής μας.
Όχι να συρρικνώσουμε την ψυχή μας στο μέτρο των ηγεσιών.

Αλήθεια, εσείς τι τίτλο θα δίναται για την αυτοβιογραφία του λαού μας σε αντιδιαστολή με την "Ιθάκη";



Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2025

Σκέψεις πάνω σε ένα έργο του Δημήτρη Σκουρτέλη

Υπάρχουν έργα που δεν είναι απλώς ζωγραφικές επιφάνειες, είναι συναντήσεις. Συναντήσεις ανάμεσα στον άνθρωπο και σε κάτι που τον υπερβαίνει, ανάμεσα στο βλέμμα και στο αθέατο, ανάμεσα στον νου και σε μια αλήθεια που δεν χωρά σε λέξεις αλλά τις γεννά. Τέτοια έργα δεν ζητούν ανάλυση. Ζητούν σιωπή. Δεν ζητούν να τα «καταλάβεις». Ζητούν να σταθείς μπροστά τους με την καρδιά διαθέσιμη, όπως στέκεται κανείς μπροστά σε ένα παράθυρο που βλέπει σε μεγαλύτερο κόσμο από αυτόν που ζούμε.

Κάπως έτσι στέκεται κανείς μπροστά στο έργο του Δημήτρη Σκουρτέλη με τίτλο “Θεός, άνθρωπος, τεχνολογία, υπολογιστές”:


 
Όχι για να το εξηγήσει, αλλά για να αφήσει την ψυχή να αναρωτηθεί από πού έρχεται το φως που το διαπερνά.Διότι το έργο αυτό δεν αναπαριστά έναν κόσμο. Τον υποδεικνύει ακροθιγώς. Και αυτός ο κόσμος δεν είναι ούτε θεολογικός μόνο, ούτε φιλοσοφικός μόνο, ούτε τεχνολογικός μόνο. Είναι ένας κόσμος όπου όλα τούτα ενώνονται σε μια μυστική ενότητα,  κλαδιά ενός δέντρου που έχει τις ρίζες του σε Λόγο προαιώνιο.

Όταν το κοιτά κανείς, αισθάνεται ότι ο δημιουργός του δεν θέλησε να εξαντλήσει το νόημα, αλλά να το ανοίξει. Να αφήσει τον θεατή να ψηλαφήσει όχι τις λεπτομέρειες, αλλά το περιβάλλον του Είναι μέσα στο οποίο ο άνθρωπος, ο κόσμος και ο Λόγος συναντώνται. Γι’ αυτό η θέαση αυτού του έργου είναι, εξ αρχής, πρόσκληση. Πρόσκληση όχι να δούμε με τα μάτια, αλλά να δούμε «εν τω φωτί». Πρόσκληση να θυμηθούμε ότι ο κόσμος δεν εξαντλείται σε αυτό που φαίνεται, και ότι ο άνθρωπος δεν εξαντλείται σε αυτό που μπορεί να μετρηθεί.

Και ακόμη κάτι βαθύτερο: Όταν μια εικόνα θέτει τον άνθρωπο στο κέντρο των ακτίνων ενός κοσμικού Λόγου, μας υπενθυμίζει ότι είμαστε κάτι περισσότερο από χρήστες και δημιουργούς εργαλείων. Μας υπενθυμίζει ότι είμαστε συμμετέχοντες σε μια πράξη που ξεπερνά τις δυνάμεις μας, αλλά δεν αρνείται τη συνεργασία μας. Έτσι, η εικόνα δεν μιλά για τον κόσμο.Αφήνει τον κόσμο να μιλήσει μέσα από αυτήν. Και ο λόγος που αναδύεται δεν είναι ψιθυριστός, είναι πνοή. Είναι μια μυστική διακήρυξη ότι ο κόσμος έχει ρίζα, ότι ο άνθρωπος έχει θέση, και ότι ο Λόγος είναι το νήμα που τα ενώνει.

Ο Λόγος ως κοσμογονική αρχή

Πριν υπάρξει κόσμος, πριν υπάρξει χρόνος, πριν υπάρξει μορφή, η Γραφή δεν μας μιλά για ύλη, δεν μας μιλά για ενέργεια, δεν μας μιλά για κάποια άμορφη αρχή. Μας μιλά για Λόγο. «Εν αρχή ην ο Λόγος». Όχι ως ήχος, όχι ως σκέψη, όχι ως ιδέα. Αλλά ως αρχή του είναι. Ως δύναμη που δεν περιγράφει το ον, αλλά το καλεί. Ως προσταγή που δεν εξηγεί, αλλά γεννά.

Στη Γένεση, το μυστήριο αυτό απλώνεται με τρόπο σχεδόν τελετουργικό: «Και είπεν ο Θεός… και εγένετο». Η λέξη δεν αναφέρει κάτι ήδη υπαρκτό. Το ανασύρει από το μηδέν. Η λέξη είναι η πράξη. Η προφορά είναι η δημιουργία. Και αυτή η απλή, σχεδόν παιδική φράση, «και είπεν… και εγένετο», είναι η πρώτη διατύπωση του επιτελεστικού Λόγου στην ανθρώπινη ιστορία. Πριν από φιλοσόφους, πριν από επιστήμες, πριν από τεχνολογίες, ο κόσμος δίνεται ως αποτέλεσμα ενός Λόγου που επιτελεί. Το ίδιο πνεύμα αναπνέει στους πρώτους στίχους του Ιωάννη: όχι απλώς ότι ο Λόγος υπάρχει, αλλά ότι «πάντα δι’ αυτού εγένετο». Δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχει περάσει μέσα από την ενεργητική του δύναμη.

Αυτές οι δύο μαρτυρίες, η Γένεση και ο Ιωάννης, δεν μιλούν για δύο διαφορετικές αρχές. Μιλούν για το ίδιο άναρχο φως, που πρώτα προσκαλεί τον κόσμο στην ύπαρξη και έπειτα τον νοηματοδοτεί. Και όταν κανείς στέκεται μπροστά σε μια εικόνα που υπαινίσσεται αυτή την αρχέγονη πράξη του Λόγου, διαισθάνεται πως η κοσμογονία δεν είναι απλώς ένα γεγονός του παρελθόντος. Είναι ένας διαρκής παλμός. Ένας παλμός που περνά από το Θείο προς τον κόσμο, και από τον κόσμο προς τον άνθρωπο, και από τον άνθρωπο πάλι προς τα έργα του.

Η δημιουργία δεν ολοκληρώθηκε με την πρώτη ημέρα. Συνεχίζεται σε κάθε πράξη όπου ο Λόγος συναντά την πρόθεση, όπου η πρόθεση γίνεται μορφή, και όπου η μορφή επιστρέφει ως δώρο προς τον κόσμο. Γι’ αυτό ο επιτελεστικός Λόγος δεν είναι μόνο θεολογική έννοια. Είναι οντολογική συνθήκη της ύπαρξης. Ο κόσμος γεννήθηκε από Λόγο και ο άνθρωπος καλείται να συνεχίσει τον Λόγο σε κλίμακα ανάλογη της δικής του φύσης. Εδώ αρχίζει το μεγάλο μυστήριο: Αν ο θεϊκός Λόγος είναι κοσμογονικός, ο ανθρώπινος λόγος (στην γλώσσα, στην τέχνη, στην επιστήμη, στην τεχνολογία) είναι κοσμοποιητικός. Πλάθει κόσμους νοήματος, μορφής και πράξης, που επεμβαίνουν στη μεγάλη υφή του κόσμου.

Έτσι, ο Λόγος δεν είναι μνήμη του παρελθόντος. Είναι το νήμα με το οποίο το παρόν υφαίνεται. Και κάθε φορά που προφέρουμε κάτι, κάθε φορά που γράφουμε, κάθε φορά που προγραμματίζουμε, κάθε φορά που δημιουργούμε, μετέχουμε, άθελά μας ή ενσυνείδητα, σε εκείνη την ίδια, αρχέγονη λογική που είπε κάποτε «γενηθήτω». Αυτή η αρχή είναι η ρίζα όλου του κειμένου που θα ακολουθήσει. Είναι το θεμέλιο που μας επιτρέπει να δούμε το έργο, να δούμε την Πληροφορική, να δούμε τον ίδιο τον άνθρωπο, όχι με το βλέμμα της επιφανειακής γνώσης, αλλά με το βλέμμα εκείνων που θυμούνται ότι ο κόσμος είναι Λόγος που φανερώθηκε και Λόγος που συνεχίζεται.

Ο άνθρωπος ως φορέας και συνεχιστής του Λόγου

Αν ο κόσμος γεννήθηκε από Λόγο, τότε ο άνθρωπος δεν είναι ένα τυχαίο πλάσμα μέσα στον κόσμο. Είναι το ον που φέρει μέσα του το αποτύπωμα του Δημιουργού! Είναι το ον που καλείται να ανταποκριθεί, να απαντήσει, να συνεχίσει. Η Γραφή λέει ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση». Αυτές οι λέξεις δεν είναι φιλολογικά στολίδια. Είναι οντολογική αποστολή. Δεν σημαίνουν ότι ο άνθρωπος μοιάζει στον Θεό κατά το σώμα ή κατά το χρώμα. Σημαίνουν ότι μοιάζει κατά τη δύναμη του Λόγου. Όχι κατά την απειρότητα, αλλά κατά την κλήση. Η «εικόνα» είναι το χάρισμα. Η «ομοίωση» είναι η πορεία. Η εικόνα δίνεται. Η ομοίωση κατακτιέται. Και πώς κατακτιέται; Όχι με ηθικισμούς, όχι με εξωτερικές μορφές, αλλά με την άσκηση μιας βαθιάς, εσωτερικής ευθύνης: να κάνουμε τον λόγο μας πράξη και την πράξη μας αλήθεια.

Διότι ο άνθρωπος δεν δημιουργεί κόσμους από το μηδέν, αλλά όπου βάλει το χέρι του, αφήνει ίχνος. Και το ίχνος αυτό γίνεται μορφή του κόσμου. Και η μορφή του κόσμου επιστρέφει και σμιλεύει τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι το ον που σμιλεύει και σμιλεύεται. Είναι ο συνεχιστής της δημιουργίας όχι στη δύναμη,αλλά στη συνέπεια. Όχι στην ουσία, αλλά στο κάλεσμα. Όχι στην αυτενέργεια του θεϊκού, αλλά στην ταπεινή επιτελεστικότητα του ανθρώπινου λόγου. Κάθε ανθρώπινη πράξη είναι, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, ένα μικρό «γενηθήτω». Μια μικρή κλήση προς το φως ή προς το σκοτάδι. Μια μικρή ανάσα μέσα στον κόσμο. Και ο άνθρωπος, επειδή είναι ο μόνος που μπορεί να πει «εγώ», είναι ο μόνος που μπορεί να πει και «γεννηθήτω». Όχι για κόσμους φυσικούς, αλλά για κόσμους νοήματος, αλήθειας, σχέσης, τεχνικής, λόγου.

Η δημιουργικότητα του ανθρώπου δεν είναι τυχαία ικανότητα. Είναι ανάμνηση. Είναι ο απόηχος του αρχικού Λόγου, αυτός που χάραξε τις πρώτες μορφές της ύπαρξης. Μέσα στον άνθρωπο, αυτός ο Λόγος δεν ξαναγράφει το σύμπαν αλλά τον κόσμο του ανθρώπου. Και ο κόσμος του ανθρώπου είναι τόπος ιερής ευθύνης. Διότι ό,τι δημιουργούμε, επιστρέφει και μας δημιουργεί. Ο λόγος μας χτίζει κοινωνία. Η κοινωνία χτίζει τον χαρακτήρα μας. Ο λόγος μας γράφει νόμους. Οι νόμοι γράφουν την ιστορία. Ο λόγος μας γράφει προγράμματα. Τα προγράμματα γράφουν τον κόσμο που κατοικούμε.Ο άνθρωπος είναι αυτός ο «κόμβος» όπου ο Λόγος δεν τελειώνει. Συνεχίζεται. Και γι’ αυτό είναι φοβερό και θαυμαστό πράγμα να είσαι άνθρωπος. Διότι ο Θεός είπε τα πρώτα «γενηθήτω». Ο άνθρωπος λέει κάθε μέρα τα δικά του. Όχι με την ίδια δύναμη, αλλά με την ίδια ευθύνη. Και όταν κοιτά κανείς μια εικόνα που τον τοποθετεί στο κέντρο ενός κόσμου όπου οι ακτίνες του Θείου Λόγου απλώνονται στον νου και στα έργα του, καταλαβαίνει ότι όλες οι επιμέρους δραστηριότητες της ζωής, η γλώσσα, η τέχνη, η επιστήμη, η τεχνολογία, δεν είναι ξένες μεταξύ τους. Είναι βλαστήματα, διακλαδώσεις του Λόγου. Είναι τρόποι με τους οποίους ο άνθρωπος λέει, με δέος και με τόλμη: «Και εγώ, κατά την μικρότητά μου, θα δημιουργήσω».

Αυτή είναι η αληθινή σημασία του ανθρώπου ως φορέα και συνεχιστή του Λόγου. Όχι ότι είναι θεός, αλλά ότι είναι εικόνα Θεού. Όχι ότι έχει μέσα του άπειρη δύναμη, αλλά ότι φέρει μέσα του άπειρη ευθύνη. Και εκεί ακριβώς αρχίζει η μεγάλη προοπτική της εποχής μας. Διότι ποτέ άλλοτε ο άνθρωπος δεν είχε στη διάθεσή του τόσα μέσα για να κάνει τον λόγο του πράξη. Και ποτέ άλλοτε η πράξη αυτή δεν είχε τόσο βαθύ αντίκτυπο στον κόσμο. Εδώ λοιπόν ο άνθρωπος δεν είναι μόνο συνεχιστής. Είναι και κριτής. Κριτής του ίδιου του Λόγου που εκφέρει. Διότι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, ο λόγος μας μπορεί να γίνει σωτηρία ή καταστροφή, φως ή σκοτάδι, κόσμος ή χάος. Και αυτό είναι το μεγαλείο και ο τρόμος της Ομοίωσης.

Η Πληροφορική ως σύγχρονο πεδίο επιτέλεσης του Λόγου

Αν ο Λόγος είναι η αρχή του κόσμου, τότε η Πληροφορική είναι η αρχή του σύγχρονου κόσμου. Διότι στις μέρες μας, καμία πράξη, καμία δομή, κανένα δίκτυο,καμία κίνηση του συλλογικού μας βίου δεν είναι ανεξάρτητη από τον λόγο που δίνεται στον υπολογιστή, έναν λόγο που δεν περιγράφει, αλλά εκτελεί. Η Πληροφορική δεν είναι, όπως συχνά νομίζεται, η τέχνη της διαχείρισης δεδομένων. Είναι η τέχνη της ενεργοποίησης του Λόγου. Το κείμενο που γράφουμε σε μια γλώσσα προγραμματισμού δεν έχει ως σκοπό να εξηγήσει κάτι σε άνθρωπο, αλλά να προστάξει κάτι σε μηχανή. Και η μηχανή υπακούει. Αυτό είναι επιτελεστικός λόγος στην πιο καθαρή, γυμνή μορφή του. Αυτό που στην Γένεση είναι «γενηθήτω», στην Πληροφορική γίνεται «run», εκτέλεση-επιτέλεση! Και το «run» δεν σημαίνει «αφήνω το πρόγραμμα να περιγράψει τον κόσμο». Σημαίνει «αφήνω τον λόγο να φανερώσει έναν μικρό κόσμο». Έναν κόσμο κανόνων, αλληλεπιδράσεων, δυνάμεων, ροών. 

Κάθε πρόγραμμα είναι ένας μικρός κόσμος. Κάθε κόσμος είναι ένας χώρος οντολογικής δέσμευσης. Ο προγραμματιστής δεν είναι λοιπόν τεχνίτης. Είναι δημιουργός μικρών λόγων που μπορούν να επηρεάσουν μεγάλους κόσμους. Όχι θεός, αλλά άνθρωπος που μετέχει στην δημιουργικότητα του Λόγου με τρόπο πρακτικό, χειροπιαστό, ιστορικό. Και όσο πιο πολύ ισχύ αποκτά η τεχνολογία, τόσο πιο βαθιά γίνεται η ευθύνη του λόγου που την κινεί. Διότι σήμερα, ο λόγος του προγραμματιστή δεν διαμορφώνει μόνο εφαρμογές. Διαμορφώνει θεσμούς. Διαμορφώνει συμπεριφορές. Διαμορφώνει οικονομίες. Διαμορφώνει την ίδια την εμπειρία του κόσμου. Ο κώδικας είναι πλέον ορατή δύναμη που αγγίζει τον άνθρωπο στη σκέψη, στην εργασία, στην επικοινωνία, στη μνήμη, στη σχέση, στη θέαση του εαυτού.

Γι’ αυτό λέμε πως η Πληροφορική είναι η Επιστήμη του Επιτελεστικού Λόγου. Δεν υπάρχει άλλο ανθρώπινο πεδίο όπου ο λόγος του ενός ανθρώπου —γραμμένος σε μια γραμμή κώδικα— μπορεί να κινητοποιήσει παγκόσμια δίκτυα, αλγορίθμους, συστήματα, να επηρεάσει εκατομμύρια βίους, να αλλάξει το συλλογικό μας μέλλον. Αυτή η δύναμη δεν είναι αθώα. Δεν είναι ουδέτερη. Δεν είναι τεχνική. Είναι οντολογική, διότι αλλάζει το Είναι των πραγμάτων. Είναι ηθική, διότι αλλάζει τις σχέσεις των ανθρώπων. Είναι παιδαγωγική, διότι διαπλάθει συνειδήσεις, επιθυμίες, προσδοκίες, φόβους. Είναι πολιτική, διότι οργανώνει την ισχύ, τη γνώση, την πρόσβαση. 

Και ακριβώς επειδή η Πληροφορική είναι η μόνη σύγχρονη επιστήμη όπου ο λόγος γίνεται πράξη χωρίς ενδιάμεσο, είναι και το σημείο όπου ο άνθρωπος βρίσκεται μπροστά στην πιο μεγάλη κλήση της εποχής: να ενώσει την τεχνική με την ευθύνη, τη δημιουργικότητα με την ταπείνωση, την δύναμη με την αλήθεια. Εδώ συναντιέται η θεολογική γλώσσα με την τεχνολογική: διότι και οι δύο μιλούν για κόσμους που γεννιούνται από λόγο. Και εδώ, ο άνθρωπος δεν καλείται απλώς να προγραμματίσει, αλλά να επιτελέσει έναν λόγο που θεραπεύει, που οικοδομεί, που φωτίζει, που δεν υποδουλώνει, αλλά ελευθερώνει. Έτσι καταλαβαίνουμε την Πληροφορική όχι ως μηχανισμό, αλλά ως σύγχρονη διακονία του Λόγου. Όχι ως παραγωγή εργαλείων, αλλά ως συμμετοχή στον παλμό ενός κόσμου που συνεχίζει να δημιουργείται. Και τότε η πράξη του προγραμματισμού δεν μικραίνει τον άνθρωπο, τον μεγεθύνει. Διότι τον διδάσκει ότι ό,τι γράφει δεν μένει γραμμένο, γίνεται πραγματικό.

Το έργο του Δ. Σκουρτέλη ως υπενθύμιση της ενότητας του κόσμου

Υπάρχει μια στιγμή κατά την οποία ο άνθρωπος, αντικρίζοντας ορισμένα έργα, καταλαβαίνει, αν όχι με τη λογική, τότε με το βάθος της ψυχής, ότι ο κόσμος δεν είναι κομμένος σε κομμάτια. Ότι η διάκριση ανάμεσα σε θεολογία, φιλοσοφία, επιστήμη, τέχνη, τεχνολογία είναι δική μας, όχι του κόσμου. Ο κόσμος είναι ενιαίος, και ό,τι τον διαπερνά από άκρη σε άκρη είναι το νήμα του Λόγου. Ο Λόγος δεν είναι κατηγορία. Δεν είναι τόπος ενός μόνο πεδίου. Δεν ανήκει στους θεολόγους, ούτε στους φιλοσόφους, ούτε στους επιστήμονες, ούτε στους τεχνικούς. Ο Λόγος είναι ο ίδιος ο ιστός του πραγματικού. Είναι το νόημα που προηγείται των νοημάτων. Είναι η αρχή που δίνει μορφή σε κάθε μορφή, και ζωή σε κάθε ζωή. Και όταν στέκεται κανείς μπροστά σε μια εικόνα που, χωρίς να το κραυγάζει, φανερώνει ότι αυτός ο κόσμος κρατιέται από μια αόρατη ενότητα, μια ενότητα που πηγάζει από το Θείο, διαπερνά τον άνθρωπο και εκχέεται στα έργα του, τότε η θέαση μετατρέπεται σε κατανόηση, όχι διανοητική, αλλά οντολογική.

Σε έναν τέτοιο πίνακα, όλα συνυπάρχουν, όχι ως παραθέσεις, αλλά ως ακτίνες του ίδιου φωτός: Ο ουράνιος κόμβος της Δημιουργίας, ο ανθρώπινος κόμβος της πράξης, και ο πολιτισμικός κόμβος της γνώσης είναι τρεις εκφράσεις της ίδιας ροής. Και η ροή αυτή δεν είναι φυσική ενέργεια, είναι Λόγος που κυκλοφορεί. Δεν μπορεί κανείς να το εξηγήσει αυτό. Μπορεί μόνο να το αισθανθεί. Ότι ο κόσμος είναι υφασμένος με τέτοιον τρόπο που κάθε τι ανθρώπινο (τέχνη, νόμος, επιστήμη, τεχνολογία) είναι ταυτόχρονα και θεολογικό, διότι μιμείται τον τρόπο της πρώτης δημιουργικής πράξης: ο Θεός είπε, και έγινε. Ο άνθρωπος δεν λέει και γίνεται εκ του μηδενός, αλλά λέει και γίνεται εντός του κόσμου. Και αυτό που γίνεται, έστω μικρό, έστω εφήμερο, είναι μέρος μιας μεγαλύτερης αρμονίας που δεν σχεδιάσαμε εμείς αλλά μας χωρά όλους. Εκεί έγκειται η μεγάλη αλήθεια του έργου: Ότι ο κόσμος δεν είναι σύνολο από θραύσματα. Είναι σύμπαν. Όχι με την αστρονομική έννοια, αλλά με την εννοιολογική-ετυμολογική. Και ο Λόγος είναι αυτό που «βάζει μαζί» εκείνα που αλλιώς θα ήταν διάσπαρτα, ασύνδετα, χαώδη. Ο Θεός θέτει την αρχή, ο άνθρωπος φέρει την συνέχεια, και η γνώση, η τέχνη, η τεχνολογία είναι τα μονοπάτια όπου ο Λόγος δεν σβήνει αλλά μεταμορφώνεται. 

Μια τέτοια εικόνα δεν ζητά από εμάς να την καταλάβουμε. Ζητά να αλλάξει τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο. Ζητά να μας υπενθυμίσει ότι ο κόσμος είναι πράξη λόγου, και ότι ο άνθρωπος είναι πράξη ευθύνης. Ότι τίποτε δεν είναι ουδέτερο. Ότι όλα ανήκουν σε μια αλυσίδα νοήματος που ξεκινά πριν από εμάς και συνεχίζεται μέσα από εμάς. Και ότι η ζωή μας, οι επιλογές μας, οι δημιουργίες μας είναι μικρές, αποφασιστικές τοποθετήσεις μέσα σε αυτό το μεγάλο πεδίο Λόγου. Όποιος το καταλάβει αυτό, ακόμη και για μια στιγμή, θα δει ότι η Πληροφορική, η τέχνη, η επιστήμη, η πίστη, η φιλοσοφία δεν είναι αντίπαλες γλώσσες. Είναι διάλεκτοι της ίδιας αρχέγονης κοσμικής γλώσσας που συνέχει και ζωοποιεί την Κτίση.

Μια ελληνική κοσμοθεώρηση που επιζητεί αναγέννηση

Αν ο κόσμος είναι ενιαίος Λόγος διαχεόμενος, κι αν ο άνθρωπος είναι το ον που καλείται να συνεχίσει αυτόν τον Λόγο, τότε δεν μένει χώρος για παθητικότητα. Ο Λόγος, όταν αναγνωριστεί, ζητά ανταπόκριση. Ο ελληνικός πολιτισμός, από τους προσωκρατικούς μέχρι τους πατέρες, από τους αιώνες της τέχνης μέχρι τους αιώνες της επιστήμης, δεν είδε ποτέ τον Λόγο ως θεωρητικό στοχασμό. Τον είδε ως δρόμο. Ως τρόπο ζωής. Ως εργό δηλωτικό της ανθρωπιάς. Και κάθε φορά που ο ελληνικός κόσμος μεγάλωσε, μεγάλωσε επειδή κάποιοι άνθρωποι πήραν τον Λόγο από τα ύψη και τον έφεραν στον βίο. Έκαναν την αλήθεια πράξη. Έκαναν τη θεωρία ήθος. Έκαναν την γνώση παιδεία. Έκαναν την σοφία κοινωνία. Σήμερα, σε μια εποχή όπου όλα μοιάζουν διάσπαρτα — η τεχνολογία από τη μία, η πίστη από την άλλη, η επιστήμη σε άλλο δρόμο, η πολιτική σε άλλο βήμα — χρειαζόμαστε ξανά αυτό το ελληνικό χάρισμα: να υφαίνουμε ενότητα εκεί που ο κόσμος μας δίνει μόνο θραύσματα.

Αυτός είναι ο δρόμος της αναγέννησης που μας ταιριάζει: όχι επιστροφή στο παρελθόν, όχι  αναπαλαίωση τιμών και ιδεών, αλλά αναζωογόνηση του Λόγου μέσα στη σημερινή πραγματικότητα. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Σημαίνει ότι: 

  • Ο λόγος του πληροφορικού οφείλει να είναι λόγος συνείδησης, διότι ο κώδικας διαμορφώνει ανθρώπινες ζωές.
  • Ο λόγος του εκπαιδευτικού οφείλει να είναι λόγος ευθύνης, διότι η παιδεία είναι τελετουργία μεταμόρφωσης.
  • Ο λόγος του πολίτη οφείλει να είναι λόγος γενναιότητας, διότι η δημοκρατία αναπνέει μέσα από το θάρρος του κοινού λόγου.
  • Ο λόγος του επιστήμονα οφείλει να είναι λόγος ταπεινότητας, διότι η αλήθεια δεν είναι ιδιοκτησία αλλά κλήση.
  • Ο λόγος του τεχνίτη και του δημιουργού οφείλει να είναι καθαρός, διότι κάθε δημιουργία μας γίνεται μέρος του κόσμου.

Και όλα αυτά δεν είναι αφηρημένα. Είναι εδώ και τώρα. Διότι σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, η Πληροφορία είναι η θάλασσα μέσα στην οποία κινούμαστε όλοι. Μια θάλασσα που μπορεί να γίνει καθαρτική ή να γίνει κατακλυσμός. Που μπορεί να γίνει φως ή να γίνει τύρβη. Και η διαφορά εξαρτάται από το είδος του Λόγου που την άγει. 

Έτσι, η ελληνική κοσμοθεώρηση της ενότητας, η κοσμοθεώρηση του Λόγου που συνέχει, δεν είναι πολιτισμική νοσταλγία. Είναι πολιτικό και πνευματικό καθήκον. Είναι η απάντηση ενός λαού που καλείται να μεταφέρει το φως της παράδοσής του στον ψηφιακό 21ο αιώνα. Διότι αν ο κόσμος σήμερα είναι κώδικας, τότε χρειαζόμαστε περισσότερο παρά ποτέ τον λόγο που ερμηνεύει και νοηματοδοτεί, τον λόγο που θεραπεύει, τον λόγο που ενώνει, τον λόγο που ξαναδίνει πρόσωπο στον άνθρωπο. Και αυτός ο Λόγος (ελληνικός, πανανθρώπινος και επιτελεστικός) περιμένει από εμάς να τον αναλάβουμε, όχι να τον υμνήσουμε. 

Η αναγέννηση δεν θα έρθει από το κράτος, ούτε από τους θεσμούς. Θα έρθει από τον τρόπο με τον οποίο ο καθένας μας μιλά, πράττει, δημιουργεί, προγραμματίζει, εκπαιδεύει, συλλογίζεται, προσφέρει. Από τον τρόπο με τον οποίο ο καθένας μας φέρει τον Λόγο από το άχρονο φως στο παρόν του κόσμου. Και όταν αυτό γίνει, ο κόσμος αλλάζει. Διότι όπου ο Λόγος γίνεται πράξη, ο κόσμος γίνεται πιο αληθινός.

Κατακλείδα – Κάθαρση και επιστροφή στο Πρόσωπο

Όταν ο άνθρωπος σταθεί μπροστά σε έναν κόσμο που του ψιθυρίζει ότι όλα συνδέονται, ότι όλα εκπορεύονται, ότι όλα διαποτίζονται από Λόγο, δεν μπορεί να παραμείνει αμέτοχος. Ο φόβος, με την αριστοτελική σημασία, είναι η ανατριχίλα εκείνη που γεννιέται όταν νιώθουμε το βάρος της ευθύνης μας. Όταν καταλαβαίνουμε ότι οι πράξεις μας δεν είναι μικρές ούτε ουδέτερες, αλλά ρυτιδώσεις στο ύφασμα του κόσμου. Και ο έλεος, με την ίδια βαθιά σημασία, είναι η ήρεμη συγκίνηση που αναδύεται όταν συνειδητοποιούμε ότι ο Θεός, ο Κόσμος, ο Λόγος, δεν μας εγκατέλειψαν στην τύχη μας. Ότι, μέσα σε όλη την ατέλεια και την αδυναμία μας, ο Λόγος μάς κάλεσε να σταθούμε όρθιοι και να γίνουμε συνδημιουργοί. 

Ο φόβος μας ξυπνά. Ο έλεος μας γλυκαίνει. Και η ψυχή, περνώντας μέσα από αυτά τα δύο, αποτινάσσει το βάρος της σύγχυσης και ανακτά τη μορφή της. Αυτή είναι η κάθαρση. Και τότε ο άνθρωπος αντικρίζει το Εδώ και Τώρα με τρόπο νέο. Δεν βλέπει την πληροφορία ως τυφλό κύμα, αλλά ως ύλη λόγου που ζητά μορφή. Δεν βλέπει την τεχνολογία ως εργαλείο ισχύος, αλλά ως τόπο ευθύνης. Δεν βλέπει τον άλλο άνθρωπο ως αντικείμενο, αλλά ως συμπαρόντα στην ίδια πνοή δημιουργίας.

Η κάθαρση δεν είναι συγκίνηση, είναι αναγνώριση. Είναι η στιγμή όπου ο νους βλέπει καθαρά ότι ο κόσμος είναι έργο Λόγου και ότι ο άνθρωπος είναι εκείνος που τον συνεχίζει. Από αυτή τη γνώση πηγάζει η πράξη. Διότι όταν η ψυχή καθαρίσει, δεν χρειάζεται πια εξωτερικές εντολές, γνωρίζει τι πρέπει να πράξει. Γνωρίζει ότι κάθε της λόγος έχει βαρύτητα. Γνωρίζει ότι κάθε της πράξη χτίζει ή γκρεμίζει. Γνωρίζει ότι ο κόσμος τον οποίο αφήνουμε πίσω μας είναι ο κόσμος που δημιουργήσαμε με τον Λόγο μας.

Αυτό είναι το δώρο που αφήνει η εικόνα. Όχι απαντήσεις, όχι ιδέες, όχι θεωρίες. Αλλά μια μεταβολή του βλέμματος. Μια επιστροφή στο Πρόσωπο: του Θεού που καλεί, του Ανθρώπου που απαντά, του Άλλου που συναντάται. Και όταν ο άνθρωπος σταθεί έτσι, με ψυχή καθαρή, με νου φωτισμένο, με καρδιά που αναπνέει τον Λόγο, τότε όλα μπορούν να αρχίσουν ξανά! Διότι η κάθαρση δεν τελειώνει το δράμα, το οδηγεί στην αλήθεια του. Και η αλήθεια είναι μία: Ο κόσμος δεν είναι ένας τόπος που κατοικούμε. Είναι ένας Λόγος που μας περιμένει να τον επιτελέσουμε.

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

Με αφορμή τα όσα γίνονται και λέγονται περί Προσωπικού Αριθμού

Ο Προσωπικός Αριθμός δεν είναι απλώς διοικητική μεταρρύθμιση. Είναι τομή στην ίδια την έννοια της ταυτότητας. Πίσω από την τεχνική όψη κρύβεται ένα πολύ βαθύτερο ζήτημα: τι σημαίνει να ταυτοποιείται σήμερα ένας άνθρωπος;

Και εδώ βρίσκεται το κρίσιμο σημείο: είτε η ταυτοποίηση γίνεται με αριθμούς είτε με γράμματα/φωνήματα (όπως στο ονοματεπώνυμό μας), η διαφορά είναι αδιάφορη όταν αποκόπτεται από το ίδιο το πρόσωπο. Ο κώδικας (αριθμητικός, αλφαβητικός ή φωνητικός) δεν έχει σημασία, αυτό που μετρά είναι ότι αντικαθιστά τη σχέση με μία καταονομασία-καταχώριση.

Παραδοσιακά, το όνομα ήταν κλήση, έδειχνε προς το πρόσωπο, με τη μνήμη, τη διαδρομή και την ανοιχτή του εξέλιξη. Σήμερα, ένα αναγνωριστικό ID λειτουργεί αντίστροφα: δεν δείχνει προς το πρόσωπο, το αντικαθιστά. Η ύπαρξη νομιμοποιείται όταν «ταιριάζει» στην εγγραφή της. Και με τον ΠΑ, αυτή η λογική γίνεται καθολική.

Επιπλέον: έχουμε ήδη ΑΦΜ, ΑΜΚΑ κ.λπ., και έχουν καταγγελθεί μαζικές διαρροές. Αυτό δεν αποδεικνύει μόνο τεχνικά κενά. Δείχνει μια βαθύτερη πραγματικότητα: μια κοινωνία-κράτος που βλέπει τον πολίτη κυρίως ως φορέα δεδομένων.

Ο κίνδυνος λοιπόν δεν είναι ο αριθμός. Ο κίνδυνος είναι η μονοσημαντότητα: μία ταυτότητα, μία πύλη ύπαρξης. Αν παγώσει αυτή η πύλη, παγώνει και η λειτουργική ύπαρξη του πολίτη.

Η λύση δεν είναι «καλύτερες ταυτότητες». Η λύση είναι ένα διαφορετικό πλαίσιο:

  • πολλαπλά, μη συσχετίσιμα αναγνωριστικά,
  • ελαχιστοποίηση της ταυτοποίησης,
  • δικαίωμα στην ανωνυμία όπου δεν υπάρχει κίνδυνος,
  • διαχωρισμός μητρώων με νομικά firewalls,
  • διαφάνεια αλγορίθμων,
  • και παιδεία ψηφιακής ταυτότητας.

Γιατί, στο τέλος, δεν διακυβεύεται η «ευκολία». Διακυβεύεται η έννοια του προσώπου σε μια εποχή όπου ο άνθρωπος κινδυνεύει να γίνει μόνο αυτό που ταιριάζει στην ψηφιακή του εγγραφή.

Και μια τελευταία σκέψη, για όσους δικαιολογημένα ανησυχούν ότι οι προτάσεις για πολλαπλά αναγνωριστικά ή αυστηρό διαχωρισμό μητρώων θα εισάγουν «περιττή πολυπλοκότητα» στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση:

Η τεχνική δυσκολία δεν είναι επιχείρημα υπέρ της μονοσημαντότητας — είναι απλώς υπενθύμιση ότι η δημοκρατία πάντα απαιτεί περισσότερη δουλειά από τον αυταρχισμό.

Ναι, τα πολλαπλά αναγνωριστικά, τα firewalls μεταξύ μητρώων και η ελαχιστοποίηση ταυτοποίησης απαιτούν σοβαρό σχεδιασμό. Ναι, είναι πιο δύσκολο να φτιάξεις ένα σύστημα που προστατεύει τον πολίτη, από ένα σύστημα που απλώς τον συγκεντρώνει σε έναν ενιαίο πίνακα.

Αλλά:

  • Η πολυπλοκότητα του συστήματος δεν πρέπει να μετατρέπεται σε απλοποίηση του ανθρώπου.
  • Η ευκολία της Διοίκησης δεν μπορεί να μπαίνει πάνω από τα δικαιώματα του πολίτη.
  • Και η ασφάλεια δεν είναι ποτέ πραγματική όταν επιτυγχάνεται εις βάρος της ελευθερίας.

Αν η ηλεκτρονική διακυβέρνηση δυσκολεύεται να λειτουργήσει χωρίς μία ενιαία πύλη ταυτοποίησης για τον πολίτη, τότε αυτό δεν αποδεικνύει ότι χρειαζόμαστε μονοσημαντότητα, αποδεικνύει ότι χρειάζεται καλύτερη αρχιτεκτονική.

Η τεχνολογία μπορεί να υπηρετήσει τον άνθρωπο χωρίς να τον ισοπεδώνει. Και οι τεχνικές προκλήσεις που τυχόν θα αντιμετωπίσουμε ας είναι μια ευκαιρία για να καινοτομήσουμε. Η τεχνολογία θα πρέπει να σταματήσει να χρησιμοποιείται με όρους προπαγάνδας ενάντια στις πολιτικές ελευθερίες. Αντιθέτως: Θα πρέπει αυτές να βρούν το αντίστοιχό τους στη σύγχρονη εποχή: Τις ψηφιακές ελευθερίες και την αναγκαία νομική θωράκιση της προσωπικής ελευθερίας των πολιτών που αποτελεί το θεμέλιο λίθο για μια επιστροφή στην αυθεντική δημοκρατία. 

Ελληνική Αναγέννηση

Όταν μιλάμε για πολιτισμό, συχνά τον φανταζόμαστε σαν κάτι μακρινό: σαν αρχαίες στήλες, παλιές σελίδες, μουσεία γεμάτα σιωπή. Όμως ο πολιτισμός δεν είναι παρελθόν. Είναι τρόπος να στεκόμαστε σήμερα. Είναι η ποιότητα με την οποία ζούμε, μιλάμε, δημιουργούμε, αντιστεκόμαστε. Είναι η αναπνοή που μπαίνει μέσα μας και γίνεται ήθος.

Ας το πούμε, λοιπόν, χωρίς περιστροφές: Η Ελλάδα χρειάζεται μια νέα πολιτισμική αναγέννηση. Όχι «επιστροφή στα αρχαία». Όχι ρομαντισμούς, ούτε αναμνήσεις. Χρειάζεται κάτι απείρως πιο δύσκολο: να γίνει ξανά δημιουργός νοήματος στον σύγχρονο κόσμο.

Ο ελληνικός πολιτισμός δεν ήταν ποτέ μουσειακός. Ήταν ζωντανός, ανήσυχος, τολμηρός. Γέννησε την πόλη ως χώρο κοινού λόγου. Γέννησε την φιλοσοφία ως άσκηση ελευθερίας. Γέννησε την τραγωδία ως αλήθεια για την ανθρώπινη φύση. Γέννησε την ορθοδοξία ως βλέμμα που επιστρέφει στη βαθύτερη καρδιά του ανθρώπου. Και σε κάθε εποχή, κάτι από αυτό το πνεύμα έβρισκε τρόπο να αναστηθεί.

Σήμερα, όμως, η Ελλάδα μοιάζει να έχει εγκλωβιστεί. Χωρίς να στερείται ταλέντου, δημιουργικότητας, αγωνιστικότητας, στερείται προσανατολισμού. Και ένας λαός χωρίς προσανατολισμό δεν πάσχει από έλλειψη δυνατοτήτων. Πάσχει από έλλειψη φλόγας.

Δεν θα πω ότι φταίνε οι κρίσεις. Οι κρίσεις είναι ευκαιρίες. Δεν θα πω ότι φταίνε οι πολιτικοί. Είναι υπηρέτες συμφερόντων. Και όταν εμείς δεν έχουμε συνείδηση του δικού μας συμφέροντος υπηρετούνται συμφέροντα άλλων.  

Θεωρώ, λοιπόν, ότι αυτό που φταίει είναι η καταστροφή του νοήματος. Φταίει ότι αφήσαμε τον δημόσιο λόγο να γίνει φτηνός. Ότι θεωρήσαμε την παιδεία μηχανισμό. Ότι δεχθήκαμε το άσχημο ως «μοντέρνο», το χυδαίο ως «ειλικρινές». Ότι συνηθίσαμε στον θόρυβο, στην ταχύτητα, στην επιφανειακή πληροφορία. Ότι η καθημερινότητά μας έγινε τόσο κατακερματισμένη, που χάσαμε την αίσθηση του συνολικού οράματος.

Αν θέλουμε πολιτισμική αναγέννηση, δεν θα έρθει από υπουργεία.

Θα έρθει από στάση ζωής. Από το πώς μιλάμε, πώς διαφωνούμε, πώς μεγαλώνουμε παιδιά, πώς υπερασπιζόμαστε τον αδύναμο,  πώς οραματιζόμαστε το κοινό καλό, πώς αντιλαμβανόμαστε τη θέση μας στον μικρόκοσμό μας αλλά και στην οικουμένη!

Η αναγέννηση δεν είναι έργο καλλιτεχνών ή διανοουμένων. Είναι έργο όλων μας.  Και για να γίνει, χρειάζεται να ανακτήσουμε πέντε αρετές που κάποτε ήταν αυτονόητες:

- Το μέτρο: όχι συμβιβασμός, αλλά μεγαλείο αυτοκυριαρχίας.

- Την ευθύνη: να ξέρουμε ότι κάθε πράξη μας γράφει ιστορία.

- Την αλήθεια: όχι ως σύνθημα, αλλά ως τρόπο ύπαρξης.

- Την αξιοπρέπεια: να μη ζητιανεύουμε ούτε να υποτασσόμαστε.

- Τη γενναιότητα: να τολμήσουμε να χτίσουμε κάτι καλύτερο από αυτό που βρήκαμε.

Η νέα πολιτισμική αναγέννηση δεν ζητά από εμάς να γίνουμε ήρωες. Ζητά να γίνουμε συνειδητοί άνθρωποι που δεν εξαπατούν τον εαυτό τους. Ανθρώποι που διεκδικούν την ποιότητα πριν από την ευκολία. Ανθρώποι που δεν αφήνουν την πατρίδα τους να μικραίνει από κυνισμό και βιασύνη.

Και κάτι ακόμη, πιο βαθύ: μια πολιτισμική αναγέννηση στην Ελλάδα δεν μπορεί να είναι μίμηση. Δεν θα έρθει αντιγράφοντας ξένα μοντέλα. Θα έρθει όταν ξαναβρούμε αυτό το κρυφό νήμα που περνά από τον Όμηρο στους βυζαντινούς ψαλμούς,

από τους τραγικούς στη δημοτική ποίηση, από τους φιλοσόφους στην οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας, από τους λόγιους του 19ου αιώνα στους δασκάλους των χωριών. Το νήμα της ελληνικής ευθύνης για τον άνθρωπο.

Γιατί αυτό είναι, στο τέλος, ο ελληνικός πολιτισμός: μια πνευματική παράδοση που λέει στον άνθρωπο: «Γνῶθι σαὐτόν.

Στάσου όρθιος. Μη μικραίνεις. Μη συμβιβάζεσαι με το σκοτάδι μέσα σου. Και όταν χρειάζεται, θυσιάσου για το κοινό καλό,

γιατί μόνο έτσι σώζεται το πρόσωπο».

Αν μια νέα αναγέννηση έρθει, θα έρθει από μια τέτοια στάση. Από μια Ελλάδα που ξαναβρίσκει την αυτοπεποίθησή της όχι στη  ρητορεία, αλλά στην πράξη. Όχι στην εξιδανίκευση του παρελθόντος, αλλά στη δημιουργία ενός παρόντος που αξίζει. Όχι σε φωνές που μισούν, αλλά σε φωνές που υψώνουν. Όχι σε «τοξικές βεβαιότητες», αλλά σε γενναίες αναζητήσεις.

Και αν με ρωτήσετε ποιο είναι το πρώτο βήμα της νέας αναγέννησης, θα σας πω: να αρχίσουμε όλοι να μιλάμε και να πράττουμε σαν να αξίζει ο τόπος μας. Γιατί πράγματι αξίζει!

Η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη από σωτήρες. Έχει ανάγκη από ανθρώπους που θυμούνται ότι κουβαλούν πολιτισμό, όχι ως κειμήλιο, αλλά ως καθήκον. Ας γίνουμε τέτοιοι άνθρωποι.

Και η αναγέννηση δεν θα αργήσει. 

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2025

Προς μια φιλοσοφία του ψηφιακού πραγματικού: «Ψηφιακή Δογματική» και το «Onlife Δράμα»

Ζούμε σε μια εποχή όπου η πληροφορία έχει πάψει να είναι μέσο. Έχει γίνει περιβάλλον, υπόστρωμα και νόημα του κόσμου. Η καθημερινότητά μας, η εργασία, οι σχέσεις, ακόμη και η μνήμη και η φαντασία, διέρχονται από τον ψηφιακό χώρο, ο οποίος δεν είναι πια «εικονικός», αλλά υπερ-πραγματικός: περιέχει τη ζωή όπως το νερό περιέχει τη ροή. Σε αυτό το νέο οικοσύστημα του νοήματος, οι παραδοσιακές φιλοσοφικές διακρίσεις ανάμεσα στο σώμα και τη νόηση, στο εργαλείο και τον χρήστη, στο δεδομένο και το υποκείμενο, παύουν να έχουν σαφή όρια.

Η Τεχνητή Νοημοσύνη, ιδιαίτερα στις σημερινές της μορφές, δεν είναι απλώς ένα τεχνικό επίτευγμα. Είναι η συμπύκνωση ενός κοσμοειδώλου: της πεποίθησης ότι το πραγματικό μπορεί να περιγραφεί, να προβλεφθεί και να αναπαραχθεί υπολογιστικά. Στο μέτρο που η πίστη αυτή κυριαρχεί, εγκαθιδρύεται αυτό που αποκαλώ Ψηφιακή Δογματική: Ένα σύστημα πίστης όπου η υπολογισιμότητα αντικαθιστά την αλήθεια. Ό,τι δεν είναι επεξεργάσιμο, στατιστικά εύλογο ή προτυποποιημένο, θεωρείται αδιάφορο ή ανύπαρκτο.

Κι όμως, η ίδια η πραγματικότητα αντιστέκεται. Κάθε σύστημα, όσο τέλειος κι αν είναι ο αλγόριθμός του, συναντά ένα ρήγμα: το μη υπολογίσιμο[1]. Εκεί αναδύεται η ζωή: το αστάθμητο, το δημιουργικό, το ενδεχομενικό. Από αυτό το σημείο ξεκινά η μετάβαση προς μια νέα μετα-οντολογία της πληροφορίας, όπου η πληροφορία δεν νοείται ως νόμος, αλλά ως πράξη, ως ικανότητα να λειτουργείς μέσα στον κόσμο και να τον κρατάς ζωντανό.

Από αυτή τη σκέψη ξεδιπλώνονται δύο έννοιες που έχουν ιδιαίτερη επικαιρότητα σήμερα, μια εποχή όπου καλπάζει η Τεχνητή Νοημοσύνη και η ψηφιποίηση κάθε πτυχής του προσωπικού και κοινωνικού βίου:

·         Η Ψηφιακή Δογματική, η κριτική της πίστης στην υπολογισιμότητα. Ανατέμνει την ιστορική πορεία του Λόγου (από τη μεταφυσική του Θεού στη μηχανική του Νόμου) και δείχνει πώς η πληροφορία μπορεί να νοηθεί όχι ως σύμβαση αλλά ως μορφή ζωής.

·         Η διαπίστωση για αυτό που αποκαλώ Onlife Δράμα, τη σύντηξη πραγματικού και ψηφιακού, που μεταφέρει το βάρος από την οντολογία στην επιτελεστικότητα, από το «είναι» στο «πράττειν». Εκεί, ο άνθρωπος και ο υπολογιστικός πράκτορας δεν συνυπάρχουν απλώς: συν-υποδύονται ρόλους πάνω στη σκηνή του ψηφιακού πραγματικού. Η δραματική αυτή προσέγγιση, η ιδέα ότι η τεχνολογία όχι απλώς λειτουργεί, αλλά συν-εργεί , ανοίγει έναν νέο τρόπο να σκεφτούμε τη σχέση μας με τις μηχανές: Όπως το αρχαίο δράμα υπήρξε τόπος συλλογικής αυτογνωσίας της πόλης, έτσι και το onlife δράμα μπορεί να γίνει τόπος αυτογνωσίας της υπερσυνδεδεμένης κοινωνίας. Εκεί, η πληροφορία δεν είναι δεδομένο, αλλά νόημα σε εξέλιξη. Δεν είναι ο νόμος που δεσμεύει, αλλά η πράξη που επιτελείται.

Η συνθετική θεώρηση των δύο αυτών εννοιών,  της ψηφιακής δογματικής και του onlife δράματος, επιδιώκει να θεμελιώσει μια φιλοσοφία του ψηφιακού πραγματικού, ικανή να απαντήσει σε τρία ερωτήματα που αφορούν τον πυρήνα της σύγχρονης πληροφορικής συνείδησης:

  1. Τι σημαίνει «γνώση» σε έναν κόσμο όπου η πληροφόρηση προηγείται της εμπειρίας;
  2. Πώς διαμορφώνεται η έννοια της «ευθύνης» όταν οι πράξεις μας εκτελούνται από αυτόνομα υπολογιστικά συστήματα;
  3. Ποιο είναι το όριο ανάμεσα στην πληροφορία που αναπαριστά και στην πληροφορία που ζει;

Αυτά τα ερωτήματα δεν είναι θεωρητικά μόνο. Αφορούν την καθημερινή πράξη του πληροφορικού, του μηχανικού, του επιστήμονα, του πολίτη. Γιατί αν κάτι διδάσκει η εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης, είναι ότι ο υπολογισμός έχει ήδη γίνει πολιτισμός — και, ως πολιτισμός, χρειάζεται φιλοσοφία, ήθος και ποίηση.

Τελικά, αυτές οι δύο έννοιες είναι οι δύο όψεις ενός ίδιου στοχασμού: από τη θεολογία του αλγορίθμου στη βιολογία του νοήματος· από την υπολογισιμότητα της αλήθειας στη λειτουργικότητα του πραγματικού. Υπό το πρίσμα αυτό, το παρόν κείμενο και όσα θα ακολουθήσουν με την περαιτέρω ανάλυση των δύο κεντρικών εννοιών που αναφέραμε,  δεν στοχεύει να προδικάσει τα συμπεράσματα, αλλά να καλέσει σε συμμετοχή. Γιατί, τελικά, ο διάλογος ανάμεσα στον άνθρωπο και την τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι απλώς τεχνικό πρόβλημα· είναι η νέα μορφή του ανθρώπινου δράματος.



[1] Ήδη από το 1936, ο Alan Turing απέδειξε ότι το λεγόμενο halting problem είναι μη υπολογίσιμο. Η πρακτική αξία αυτού του θεωρητικού αποτελέσματος είναι ότι δεν υπάρχει αυτόματη διαδικασία που να μπορεί να αποδείξει, εν γένει, την ορθότητα ενός αλγορίθμου.

Ταυτοποίηση: Από το Όνομα στον Αριθμό — Οντολογία, Ταυτολογία και Πολιτική της Ψηφιακής Ταυτότητας και του Προσωπικού Αριθμού

Στόχος του παρόντος κειμένου είναι να αναστοχαστούμε τη φύση της ταυτοποίησης όχι ως τεχνική διαδικασία, αλλά ως μεταφυσική πράξη λόγου με άμεσες πολιτικές συνέπειες. Θέση-κλειδί:

Η χρήση αλφαβητικών ή αριθμητικών ψηφίων είναι αδιάφορη ως προς την ουσία της ταυτοποίησης, όταν αυτή αποκόπτεται από την αναφορικότητα στο Πρόσωπο — τη δημιουργική απροσδιοριστία και τη διαρκή του εξέλιξη. Είτε λέγεται «όνομα», είτε «αναγνωριστικό», είτε «Προσωπικός Αριθμός (Π.Α.)», εάν λειτουργεί ως είδωλο (ως σημείο χωρίς βάθος), τότε υπηρετεί την ίδια λογική: την αντικατάσταση του προσώπου από μια καταχώριση.

Στο παρόν κείμενο προχωρούμε βήμα βήμα σε δύο παράλληλες και διαπλεκόμενες πορείες: 

  • τη φιλοσοφία του ονόματος και 
  • τη μετάβαση από την ονοματολογία στην ταυτολογία στο πλαίσιο της ψηφιακής διακυβέρνησης.

Η οντολογία του ονόματος (ονομασία ως κλήση και σχέση)

Το όνομα δεν «κολλά» πάνω στο πράγμα∙ καλεί το πρόσωπο στον κόσμο. Είναι συμβολική κλήση που φέρει μνήμη, ιστορικότητα, καταγωγή, υπόσχεση. Συνεπώς, το όνομα δεν εξαντλείται στον φορέα-κώδικά του, αλλά δείχνει πέρα από τον εαυτό του προς το υποκείμενο που βρίσκεται σε γίγνεσθαι.

Όταν το όνομα υποκαθίσταται από «σταθερό αναγνωριστικό» (ID), μετατοπίζεται η σχέση: από αναφορά (προς ένα πρόσωπο) σε αντιστοίχιση (προς μια εγγραφή). Η αλήθεια της ονοματοδοσίας (ἀ-λήθεια = αποκάλυψη) υποχωρεί υπέρ της επικύρωσης ταύτισης.

Το πρόσωπο δεν είναι πλήρως περιγράψιμο. Η ταυτότητά του συμβαίνει διαλογικά (σχέση/χρόνος). Η ονοματοδοσία είναι επιτελεστική: παράγει πραγματικότητα χωρίς να την παγώνει. Αντιθέτως, η ταυτοποίηση ως αντιστοίχιση τείνει να παγώνει το γίγνεσθαι σε σταθερά κλειδιά.

ΘΕΣΗ 1: Η ονοματοδοσία ορίζει σχέση· η ταυτοποίηση (όταν αποπροσωποποιείται) ορίζει πρόσβαση.

Από την ονοματολογία στην ταυτολογία (το «είσαι μόνον ό,τι ταυτοποιείται»)

Η σύγχρονη πρακτική ταυτοποίησης τείνει στη λογική της ταυτολογίας: το υποκείμενο είναι ό,τι συμφωνεί με τη δική του εγγραφή (Χ = Χ). Πρόκειται για «καθρέφτη χωρίς βάθος»: η ύπαρξη νομιμοποιείται όταν το σύστημα επιστρέψει true.

Όταν το Πρόσωπο αντικαθίσταται από σύμβολα που δεν αναφέρονται στο ίδιο αλλά το αντικαθιστούν, τότε είναι αδιάφορο αν τα σύμβολα είναι γράμματα ή ψηφία. Το κρίσιμο δεν είναι η μορφή του κώδικα, αλλά η κατίσχυση του κώδικα επί του Προσώπου.

ΘΕΣΗ 2Αλφαβητικοί χαρακτήρες και αριθμητικά ψηφία είναι οντολογικά ισοδύναμα μέσα στην απρόσωπη ταυτοποίηση: και τα δύο λειτουργούν ως κωδικός χωρίς πρόσωπο, εφόσον αποκοπούν από την αναφορική τους φύση.

Η εγκαθίδρυση ενός ενιαίου, μονοσήμαντου αναγνωριστικού (π.χ. ενιαίος Π.Α.) δημιουργεί μονοσήμαντη πύλη ύπαρξης: αν ο κωδικός «παγώσει», το υποκείμενο εξαφανίζεται λειτουργικά από το σύστημα. Η ταυτολογία επικαθορίζει την οντολογία.

ΘΕΣΗ 3: Η μονοσήμαντη ταυτότητα είναι πολιτικά αποτελεσματική αλλά οντολογικά επισφαλής.

Η κοινωνία-κράτος ως καθεστώς δεδομένων

Στο σημερινό καθεστώς, ήδη φέρουμε πολλαπλά αναγνωριστικά (ΑΦΜ, ΑΜΚΑ κ.ά.). Έχουν δημοσίως καταγγελθεί μαζικές διαρροές και ανεπαρκείς πρακτικές προστασίας. Αυτό δεν είναι μόνο «κενό ασφαλείας». Είναι ένδειξη της οντολογικής κατάστασης μιας κοινωνίας-κράτους που αντιμετωπίζει τον πολίτη πρωτίστως ως φορέα δεδομένων.

ΘΕΣΗ 4: Η διαρροή δεδομένων δεν είναι απλώς αποτυχία τεχνικού ελέγχου· είναι σύμπτωμα μιας ολόκληρης ανθρωπολογίας του καταλόγου.

Η σύζευξη ετερογενών μητρώων σε ενιαίο κλειδί ενισχύει την πλήρη ιχνηλασιμότητα βίου (οικονομικού, υγειονομικού, εκπαιδευτικού). Η ορατότητα αυτή γεννά ασυμμετρία ισχύος και προδιαθέτει μορφές

  • προληπτικής επιτήρησης,

  • λειτουργικής «εξαφάνισης» μέσω αποκλεισμού,

  • κανονικοποίησης συμπεριφορών.

Ακόμη και με κρυπτογραφικές εγγυήσεις, η οντολογία δεν αλλάζει: το υποκείμενο παραμένει δεσμώτης της ταυτολογίας (Χ = Χ). Η τεχνική ασφάλεια είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή για να αποκαταστήσει τη σχέση ονόματος–προσώπου.

ΘΕΣΗ 5: Η ασφάλεια χωρίς πολυωνυμία και διαχωρισμό πεδίων απλώς θωρακίζει την ταυτολογία.

Αρχές επαναπροσωποποίησης της ταυτοποίησης

Προτείνεται ένα πλαίσιο αρχών που μετατοπίζει τον άξονα από την καθολική ταυτολογία στην αναφορική ονομασία:

  1. Πολυωνυμία κατ’ εξουσιοδότηση: πολλαπλά αποσυνδεδεμένα αναγνωριστικά ανά πεδίο χρήσης (finance, health, education), με μη αντιστρέψιμη συσχέτιση.

  2. Ελαχιστοποίηση ταυτοποίησης (data minimization by design): ταυτοποιώ το δικαίωμα/ιδιότητα, όχι το άτομο (π.χ. proofs of eligibility αντί για πλήρη ταυτότητα).

  3. Δικαιώματα μη-ταυτοποίησης: θεσμική προστασία ψευδωνυμίας/ανωνυμίας σε καθημερινές συναλλαγές χαμηλού ρίσκου.

  4. Διαχωρισμός πεδίων και νομικό firewall: αυστηρή απαγόρευση οριζόντιων συνδέσεων μεταξύ μητρώων χωρίς δικαστική αιτιολόγηση και αναλογικότητα.

  5. Ανακλησιμότητα και εναλλακτικότητα: δυνατότητα αλλαγής/ανάκλησης κλειδιών, ύπαρξη πέραν του ενός καναλιού βιοτικής νομιμοποίησης.

  6. Διαφάνεια αλγοριθμικής ταυτοποίησης: auditability, λογοδοσία, τεκμήριο υπέρ του πολίτη.

  7. Παιδεία ονοματοδοσίας: επαναφορά της αντίληψης του ονόματος ως σχέσης, όχι μόνον ως κωδικού.

ΘΕΣΗ 6: Η δημοκρατία των δεδομένων είναι ανέφικτη χωρίς δημοκρατία της ονοματοδοσίας.

Επίλογος

Η ταυτοποίηση καθ’ εαυτή δεν είναι κακό. Κακό είναι το καθεστώς ταυτολογίας που αντικαθιστά το Πρόσωπο με έναν κώδικα και τη σχέση με την αντιστοίχιση. Όσο η κοινωνία-κράτος παραμένει ανθρωπολογία του καταλόγου, η μορφή του κώδικα —αλφαβητική ή αριθμητική— θα είναι πράγματι αδιάφορη.

Το ζητούμενο δεν είναι μια πιο αυστηρή ταυτοποίηση, αλλά μια πιο αληθινή ονοματοδοσία: ένα πλαίσιο όπου ο άνθρωπος αναγνωρίζεται ως πρόσωπο σε γίγνεσθαι, και τα εργαλεία ταυτοποίησης υπηρετούν αυτή την αλήθεια — δεν την υποκαθιστούν.