Το πρώτο μέρος του διηγήματος μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.
Ο Ανδρέας, που μέχρι τώρα γελούσε με το δικό του, αόρατο θέαμα, σταμάτησε απότομα. Το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη του. Το βλέμμα του, που πριν ήταν καρφωμένο στον τοίχο, στράφηκε αργά, πολύ αργά, και καρφώθηκε στα μάτια του Χρυσόστομου. Δεν ήταν πια το εκστατικό, παραληρηματικό βλέμμα. Ήταν ένα βλέμμα ψυχρό, διεισδυτικό, που έμοιαζε να βλέπει μέσα του, πέρα από την επιφάνεια.
«Ο κηπουρός…»
ψιθύρισε ο Ανδρέας, η φωνή του τώρα καθαρή, αλλά με έναν τόνο που δεν ήταν
δικός του, ένας τόνος που έμοιαζε να ανήκει σε πολλές φωνές ταυτόχρονα,
σαν χορωδία από ψιθύρους. «Ο κηπουρός που ονειρεύεται… να παντρευτεί… να
φτιάξει το δικό του μικρό, τακτοποιημένο κήπο…»
Ο Χρυσόστομος
πάγωσε. Η Ελένη έσφιξε ακόμη πιο δυνατά το χέρι του.
«Βλέπω το όνειρό
σου, κηπουρέ,» συνέχισε ο Ανδρέας, με το βλέμμα του να καίει. «Την αγάπη σου…
την πρόταση γάμου… το αγροτουριστικό κατάλυμα… Ένα είδωλο της ευτυχίας.
Ένα μοντέλο τάξης, μέσα στο χάος που έρχεται. Πιστεύεις ότι μπορείς να
το ελέγξεις; Να το φυτέψεις; Να το εξημερώσεις;»
Το βλέμμα του
Ανδρέα μετατοπίστηκε στην Ελένη. «Και εσύ, αρχιτέκτονα… η τάξη σου… η δομή σου…
Προσπαθείς να βάλεις σε κουτάκια το άπειρο. Να βρεις κοινές ταυτότητες… να
οργανώσεις… να βρεις έναν "αρχηγό" για να μιλήσεις.» Ο Ανδρέας
χαμογέλασε, ένα αλλόκοτο, γνώριμο και συνάμα ξένο χαμόγελο. «Ο αρχηγός… δεν
είναι αυτός που νομίζετε. Ο αρχηγός… είναι το ίδιο το χάος. Είναι η ίδια η
αναδυόμενη πολυπλοκότητα που σας παρατηρεί… και σας διαμορφώνει.»
«Πιστεύεις ότι
μπορείς να τους δώσεις σχήμα, κηπουρέ; Να τους οριοθετήσεις;» συνέχισε ο
Ανδρέας, η φωνή του τώρα πιο διεισδυτική, σαν να διάβαζε τις σκέψεις του
Χρυσόστομου. «Τα όνεινα δεν φυτεύονται σε παρτέρια. Το παραπέτασμα λεπταίνει…
και όχι μόνο για σένα. Θα το δεις. Θα το βιώσεις. Και τότε θα καταλάβεις ότι
δεν είσαι μόνος σε αυτό τον κήπο.»
Ο Χρυσόστομος
ένιωσε να παγώνει μόλις καταφέρνοντας να ψελλίσει: «Τι εννοείς; Πώς… πώς το
ξέρεις αυτό;»
«Ο έλεγχος είναι
μια ψευδαίσθηση, κηπουρέ,» απάντησε ο Ανδρέας, με έναν τόνο που έμοιαζε να
ανήκει σε χιλιάδες φωνές. «Η αρμονία… η συνύπαρξη… αυτό είναι το κλειδί. Αλλά
πώς συνυπάρχεις με το άπειρο; Και το δικό σου όνειρο, κηπουρέ, το μικρό
σου, τακτοποιημένο όνειρο… θα είναι το πρώτο που θα δοκιμαστεί από την
πλημμύρα.»
(Ακολούθησαν πολύ δύσκολες μέρες… Το όνειρο του Χρυσόστομου δοκιμάστηκε
πρώτο. Τα σχέδια του είχαν ανατραπεί. Από εκείνη την ημέρα και για αρκετό καιρό
έκανε δεύτερο σπίτι του τις έκτακτες δομές υγείας που δημιουργήθηκαν με
πρωτοβουλία του παλιού του καθηγητή. Η θεωρία του αποτέλεσε τον κεντρικό πυρήνα
θεραπευτικών παρεμβάσεων που αποδείχθηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικές. Αρχικά
δοκιμάστηκαν στους ειδικούς της ψυχικής υγείας που παρουσίαζαν διαταραχές. Αυτό
τους έδωσε τη δυνατότητα να εμβαθύνουν στην κατανόηση του φαινόμενου και στην
δημιουργία ενός πυρήνα ειδικών που είχαν προσωπική εμπειρία των συνεπειών της
συνειδησιακής υπερφόρτωσης και ήταν σε θέση να προσεγγίσουν κάθε ιδιαίτερη
περίπτωση με τρόπο αντίστοιχο της μοναδικότητάς της. Η προσέγγιση πολύ γρήγορα
υιοθετήθηκε και από άλλες χώρες. Μέσα σε λίγους μήνες η κατάσταση είχε τεθεί
υπό έλεγχο. Υπήρχε όμως, και κάποιες δύσκολες περπτώσεις. Ο Ανδρέας ήταν μία από αυτές. Δυσκολεύτηκαν πολύ
να τον βοηθήσουν. Το πιο ενδιαφέρον: Αναλύοντας όσα έλεγαν οι “φωνές” που
δανείζονταν το στόμα του, τους είχαν βοηθήσει να εκλεπτύνουν τις θεραπευτικές
τους τεχνικές. Πάντα οι δύσκολες περιπτώσεις, οριακές, περιπτώσεις είναι το
καλύτερο επιστημονικό εργαστήριο…)
Το ημερολόγιο
έγραφε Κυριακή 15 Ιουλίου 2029. Η μεγάλη μέρα που το όνειρο του Χρυσόστομου θα
εκπληρώνονταν. Ο γάμος του με την Ελένη είχε οριστεί για το απόγευμα και εδώ
και μέρες κι εκείνος και η Ελένη έτρεχαν με τις προετοιμασίες… Ναι, το όνειρό
του δοκιμάστηκε. Δοκιμάστηκε πολύ. Αλλά, να! Ήρθε η ώρα να γίνει
πραγματικότητα!
Ο Ανδρέας
σηκώθηκε νωρίς. Δεν ήθελε να καθυστερήσει για την κυριακάτικη λειτουργία.
Άνοιξε την τηλεόραση καθώς έπινε τον καφέ του… Νέες πληροφορίες είχαν έρθει το
φως για το ρόλο της CIA στο
πραξικόπημα που είχε γίνει στην Κύπρο το 1974, μια μαύρη επέτειος που αποτέλεσε
και την αφορμή για την τουρκική εισβολή πέντε μέρες μετά. Ο Νίκος Σαμψών, που
είχε αναλάβει την εξουσία, φαίνεται ότι είχε χρησιμοποιηθεί από τις μυστικές
υπηρεσίες Ελλάδας και ΗΠΑ ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 είχαν
σχέσεις μαζί του. Αλλά όπως και στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ όπου ήταν βασικός μάρτυρας
και τελικά αποδείχθηκε η ψευδομαρτυρία του, θα αποδεικνύονται και πάλι
ακατάλληλος, για την ολοκλήρωση των σχεδιασμών…
Ο Ανδρέας
σηκώθηκε, άφησε την άδεια κούπα στο νεροχύτη, έκλεισε την τηλεόραση και
ξεκίνησε για την εκκλησία. Δεν ήταν “πιστός”, είχε πολλές αμφιβολίες για πάρα
πολλά «γεγονότα»» που περιμένει κανείς να είναι δεδομένα για κάποιον που
πηγαίνει στην εκκλησία, εξομολογείται, κοινωνεί. Η στροφή του προς την εκκλησία
έγινε αμέσως μετά την αποθεραπεία του. Τον είχε συγκλονίσει όσα είχε αναφέρει,
μέσα στο παραλήρημά του για τα σχέδια του Χρυσόστομου να κάνει πρόταση γάμου
στην αδελφή του εκείνη τη ημέρα που ήρθαν τα πάνω κάτω. Η ακρίβεια όσων είχε
πει, όπως του επιβεβαίωσε αργότερα ο Χρυσόστομος, ήταν ανεξήγητη. Η όλη του
συμπεριφορά, βέβαια, παρέπεμπε όχι σε προφήτη αλλά σε “δαιμονισμένο”. Ναι, είχε
τις αμφιβολίες του ακόμη και για την ιστορική ύπαρξη του Χριστού, πόσο μάλλον
για την ανάστασή, αλλά για την ύπαρξη του Κακού; Τι ήταν αυτό που είχε πάρει
τον έλεγχο του μυαλού και του σώματός του εκείνη την ημέρα; Κάποιος γνωστός του
πρότεινε να μιλήσει στο παπα-Γιώργη σε
μια κοντινή ενορία. Κομμουνιστής στα νιάτα του είχε μεταστραφεί προς την
εκκλησία όταν γνώρισε, στα μέσα της δεκαετίας του 1980 τον π. Γεώργιο
Πυρουνάκη. Ο Ανδρέας θυμόταν έντονα την πρώτη τους συνάντηση. Δεν μιλούσε, μόνο
τον άκουγε να περιγράφει τα όσα είχε βιώσει. Ξεκίνησε σποραδικά να πηγαίνει
στις λειτουργίες του. Κάποια στιγμή αισθάνθηκε την ανάγκη να κοινωνήσει και το
έκανε αυθόρμητά. Όταν πλησίασε ο παπα-Γιώργης δίστασε, μετά τη λειτουργία του
εξήγησε: «Έπρεπε να με ενημερώσεις ότι ήθελες να κοινωνήσεις, να σε εξομολογήσω
πρώτα…» του είπε. Την επόμενη, έκανε όπως του είχε πει. Δεν είχε και πολλές
“αμαρτίες” να καταθέσει, κάτι λογιστικές παρατυπίες που είχε κάνει για να
εξυπηρετήσει κάποιους πελάτες, αστεία πράγματα. Προτίμησε να μιλήσει για τις
αμφιβολίες του. Για το Χριστό, για την συμπεριφορά κάποιων ρασοφόρων που
γνώριζε… Ο παπα-Γιώργης τον άκουγε… Σπανίως μιλούσε. Στο τέλος, του διάβασε μια
ευχή και αυτό ήταν όλο.
Ο Ανδρέας
περπάτησε αργά προς την εκκλησία, με το μυαλό του να αναμοχλεύει τις σκέψεις
του. Ο ήλιος είχε ήδη ανέβει ψηλά, λούζοντας τους δρόμους με ένα έντονο φως,
αλλά η αίσθηση της αβεβαιότητας παρέμενε. Δεν ήταν ο φόβος του άγνωστου
που τον κυρίευε, αλλά η σύγκρουση ανάμεσα στη λογική που είχε υπηρετήσει
μια ζωή και την ανεξήγητη εμπειρία που είχε βιώσει. Η εκκλησία, για εκείνον,
δεν ήταν απλώς ένα κτίριο, αλλά ένας χώρος όπου η τάξη του κόσμου φαινόταν να
συναντά την τάξη του πνεύματος, έστω και αν αυτή η τάξη ήταν πέρα από την
ανθρώπινη κατανόηση.
Καθώς πλησίαζε, η
μυρωδιά του θυμιάματος άρχισε να διαπερνά τον αέρα, αναμεμειγμένη με την
αχνή ευωδιά των κεριών και μια υπόγεια αίσθηση παλαιότητας. Η εκκλησία,
χτισμένη από πέτρα, στεκόταν επιβλητική, με τον τρούλο της να αγγίζει τον
γαλανό ουρανό. Το καμπαναριό, σιωπηλό αυτή την ώρα, έμοιαζε να φυλάει μυστικά
αιώνων.
Μπήκε μέσα. Η
ατμόσφαιρα τον τύλιξε αμέσως. Το φως, φιλτραρισμένο μέσα από τα πολύχρωμα
τζάμια στα παράθυρα, έπεφτε σε πολύχρωμες κηλίδες πάνω στις αγιογραφίες,
δίνοντας μια μυστικιστική λάμψη στο εσωτερικό. Ο χρυσός των εικόνων
αντανακλούσε το φως, δημιουργώντας μια αίσθηση ιερότητας και αιωνιότητας.
Ο ήχος της ψαλμωδίας, βαθύς και μελωδικός, γέμιζε τον χώρο, όχι ως απλή
μουσική, αλλά ως μια ζωντανή προσευχή που αντηχούσε στα βάθη της ψυχής.
Ο Ανδρέας στάθηκε
στο πίσω μέρος του ναού, παρατηρώντας τους πιστούς. Κάποιοι στέκονταν όρθιοι με
ευλάβεια, άλλοι γονάτιζαν, άλλοι σταυροκοπιόνταν με ευλάβεια. Υπήρχε μια κοινή
ενέργεια, μια συλλογική συγκέντρωση που ήταν διαφορετική από το
χαοτικό πλήθος που τον είχε κάποτε κυριεύσει. Εδώ, η συλλογική συνείδηση
έμοιαζε να είναι εξημερωμένη, να κατευθύνεται από έναν κοινό σκοπό, μια
κοινή Αποστολή.
Έκλεισε τα μάτια
του. Οι ψαλμοί τον τύλιξαν, διώχνοντας για λίγο τις αμφιβολίες του. Η αίσθηση
του θυμιάματος γινόταν πιο έντονη, καθαρίζοντας τον αέρα και το μυαλό
του. Ήταν σαν κάθε νότα, κάθε αναπνοή, κάθε κίνηση μέσα στον ναό να συνέβαλλε
σε μια μεγάλη, αόρατη συμφωνία, μια μέθεξη με κάτι ανώτερο. Ο
Ανδρέας ένιωθε μια έλξη, μια ακατανίκητη ανάγκη να πλησιάσει, να
γίνει μέρος αυτής της μέθεξης.
“Άγιος ο Θεός,
άγιος Ισχυρός…” και μετά, ο “απόστολος”. Τέντωσε τ΄ αυτιά του να ακούσει:
ὅτε ἤμην νήπιος,
ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς νήπιος ἐλογιζόμην· ὅτε δὲ γέγονα ἀνήρ,
κατήργηκα τὰ τοῦ νηπίου. βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ
πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην.
νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη.
*Διώκετε *τὴν ἀγάπην·
ζηλοῦτε δὲ τὰ πνευματικά, μᾶλλον δὲ ἵνα προφητεύητε. ὁ γὰρ λαλῶν γλώσσῃ οὐκ ἀνθρώποις
λαλεῖ, ἀλλ’ *τῷ Θεῷ· οὐδεὶς γὰρ ἀκούει, πνεύματι δὲ λαλεῖ μυστήρια· ὁ δὲ
προφητεύων ἀνθρώποις λαλεῖ οἰκοδομὴν καὶ παράκλησιν καὶ παραμυθίαν. ὁ λαλῶν γλώσσῃ
ἑαυτὸν οἰκοδομεῖ, ὁ δὲ προφητεύων ἐκκλησίαν οἰκοδομεῖ. θέλω δὲ πάντας ὑμᾶς λαλεῖν
γλώσσαις, μᾶλλον δὲ ἵνα προφητεύητε· μείζων γὰρ ὁ προφητεύων ἢ ὁ λαλῶν γλώσσαις,
ἐκτὸς εἰ μὴ διερμηνεύῃ, ἵνα ἡ ἐκκλησία οἰκοδομὴν λάβῃ.
«Υποκριτές!»
ακούστηκε μια φωνή από την είσοδο του ναού. Σαν να ήρθε από αλλού — από χρόνο παλιό
και τόπο μακρινό — εισέβαλε στην εκκλησία ένας άντρας, ακαθόριστης ηλικίας, με
τα μάτια πυρακτωμένα, το βλέμμα ανασκαμμένο. Τα ρούχα του φθαρμένα, κολλημένα
πάνω του σαν λέπια χρόνου και βροχής. Το γένι του απεριποίητο, αλλά όχι
ατημέλητο· ήταν σαν κάποιος που κουβαλούσε πάνω του όλη την ύπαρξη, χωρίς να
ζητά συγχώρεση.
«Υποκριτές!»
φώναξε για δεύτερη φορά. Η φωνή του αντήχησε μεταλλικά, σαν να βγήκε όχι από
τον λαιμό του αλλά από το υπόγειο της εκκλησίας. «Ράσα και μάρμαρα! Και
τα μυαλά σας – άδεια, τρύπια, νεκρά!»
Ο ήχος των λέξεων
έσπασε την ησυχία όπως η πέτρα που σπάει το τζάμι. Μερικοί σηκώθηκαν
ενοχλημένοι. Άλλοι σάστισαν. Ένας ηλικιωμένος έκανε τον σταυρό του και
πλησίασε. Μαζί του και ένας νέος μελαχρινός, ψύχραιμος, με βλέμμα γλυκό.
Πλησίασαν αργά, χωρίς να απειλήσουν.
Ο άντρας σάστισε,
σαν να είχε ξεχάσει πού βρισκόταν. Τα χέρια του έτρεμαν – όχι από φόβο, αλλά
από την προσπάθειά του να συγκρατήσει την οργή του.. Έπειτα, με μια κίνηση
σχεδόν τελετουργική, κάθισε σε ένα στασίδι, τυχαία — ή όχι. Ήταν το στασίδι
μπροστά από τον Ανδρέα. Σιγή. Καμία ψαλμωδία δεν ακουγόταν. Μόνο η αναπνοή των
ανθρώπων – και αυτή ρηχή.
Ο Ανδρέας σήκωσε
το βλέμμα του και τον κοίταξε. Ο άγνωστος τον κοιτούσε ήδη. Το βλέμμα του δεν
ήταν επιθετικό — ήταν σαν να περίμενε. Και τότε… κάτι αναπήδησε μέσα
στον Ανδρέα, όχι σαν ανάμνηση, αλλά σαν επαναφορά. Σαν μια γραμμή που ήταν
γραμμένη σε λευκό μελάνι και ξαφνικά ανέβλυσε μέσα από το χαρτί της συνείδησης.
Δεν ήταν η φωνή του άστεγου που θυμόταν. Ήταν το βλέμμα του…
...συνεχίζεται...