Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

Η κρυφή ζωή των κομπιουτεράδων

Βρήκα πρόσφατα ένα μικρό διήγημα γραμμένο το 1996, τότε που οι Πληροφορικοί είχαν βγει στους δρόμους για το αυτονόητο, γραμμένο από το χέρι του συναδέλφου Δημήτρη Κοτζίνου. Πάνε 15 χρόνια από τότε και το διήγημα αυτό διατηρεί στο ακέραιο την επικαιρότητά του:

Ένα μεγάλο άσπρο γραφείο. Δευτέρα πρωί, με άπειρα μηχανήματα να σφυρίζουν. “Η ζωή δεν είναι δίκαιη”, σου το 'χαν πει μικρός αλλά δεν τους πίστευες. Άλλωστε αν είχε γίνει κανένα λάθος μπορούσες πάντα να κάνεις debugging!
Και έτσι ξεκίνησες. Στην πρώτη δουλειά έπαιρνες λίγα αλλά έμεινες λέει γιατί ήταν καλά τα μηχανήματα και ήσουν στην πρώτη γραμμή της τεχνολογίας. Έμενες πάντα και όταν έφευγαν οι άλλοι, χαιρετούσες το φύλακα όταν περνούσε να κλειδώσει, ήταν και ο μόνος που σε ήξερε με τ' όνομά σου σε αυτή την εταιρία ή μήπως σε αυτή τη χώρα; Όταν η εταιρία έκλεισε, το αφεντικό σε κάλεσε στο γραφείο του και σου είπε πως οι δουλειές δεν πήγαν καλά και πως έπρεπε να σταματήσει και πως μόλις ξαναστρώναν τα πράγματα σε είχε πρώτο στη λίστα για να σε ξαναπάρει. Μόνο το κεφάλι κούνησες καταφατικά. “Κάποιος δεν έκανε σωστή δουλειά” σκέφτηκες, “και ακόμα χειρότερη έκανε αυτός που έκανε το debugging. Μα δεν υπάρχουν εργαλεία για αυτή τη δουλειά;” Η επόμενη σκέψη ήταν φυσικά για τους “φίλους”. “Μα τι θα γίνουν τόσα καλά μηχανήματα;”...
Στη δεύτερη δουλειά πάνω κάτω τα ίδια. Ξαφνικά κάποιος σε έβγαλε χωρίς λόγο από τον κόσμο σου. Πάνω που είχες φάει ένα μήνα για να στήσεις “σωστά” το περιβάλλον των X-Windows, πάνω που είχες βρει τον σωστό window manager σε ένα περίεργο site στην Αυστραλία, πάνω που είχες πει ότι όσα έμαθες στο πανεπιστήμιο τόσα χρόνια ήταν επιτέλους χρήσιμα, πάνω που... ήρθε τελικά το μήνυμα. “Σήμερα είναι η τελευταία σας μέρα στη δουλειά”. Τουλάχιστον είχε έρθει με e-mail, το μάθανε όλοι τώρα. Εσύ το είχες στήσει άλλωστε στην εταιρία, ήταν και αυτό μια μορφή επιβράβευσης για την καλή σου δουλειά. “Αυτός ο κόσμος χρειάζεται πολύ debugging για να γίνει ανθρώπινος”, σκέφτηκες.
Ευτυχώς οι δικοί σου είχαν τη λύση. “Να διοριστείς καθηγητής” σου είπαν. Εσύ, ένας άνθρωπος της τεχνολογίας και του δικτύου να κάνεις μαθήματα σε παιδάκια; Δε σου φάνηκε και πολύ καλό στην αρχή. Μια ζωή χωρίς να γράφεις κώδικα, χωρίς bugs και compilers. Τόσα χρόνια στη σχολή αυτό στο λέγανε σα βρισιά, σαν κάτι μακριά από σένα. Τελικά πείστηκες. Είπες “θα το κάνω” και πήγες να καταθέσεις τα χαρτιά σου (“ουφ, ποτέ θα μηχανοργανωθεί και το δημόσιο!”, είπες μόλις μπήκες εκεί μέσα με έναν τόνο χαρτούρα στο χέρι!). Μόνο και μόνο για να μάθεις πως τελικά δεν μπορείς να διοριστείς. Πως για να διδάξεις πληροφορική πρέπει να είσαι... θεολόγος. “Πάλι bug στο σύστημα σκέφτηκες! Μα ας γίνει κάτι, ας αγοράσει το κράτος ένα debugger! Δεν είναι δα και τόσο ακριβοί!” Απογοήτευση και κει...
Πέρασε λίγος καιρός. Ξαναθυμήθηκες την πρώτη σου δουλειά, τα καλά μηχανήματα. Ένα βράδυ που δεν είχες τι να κάνεις (περίεργο πράγμα, από τότε που έμεινες χωρίς δουλειά ποτέ δεν είχες τι να κάνεις τα βράδια) είπες “δεν περνάω κι από κει!”. Ο φύλακας ήταν ο ίδιος και φυσικά σε θυμόταν. Τα είπατε λίγο, έμαθες πως τα αφεντικά της εταιρίας την είχαν κοπανήσει για έξω και πως τα μηχανήματα ήταν ακόμα στα γραφεία. “Ν’ ανέβω;” ρώτησες. Ο φίλος σου δεν είπε όχι. Όλα ήταν σχεδόν όπως τ' άφησες. Λίγο πιο όμορφα μόνο γιατί λείπαν οι άνθρωποι. Κάθησες στο μηχάνημά σου. Ο κωδικός ο ίδιος. Χαμογέλασες, “να ήξεραν και από ασφάλεια” σκέφτηκες. Πολλά μηχανήματα, όλα δικά σου.
Τα επόμενα βράδια πάλι εκεί. Ο φύλακας παρέα ήθελε, εσύ όχι. Εσύ ήθελες να φτιάξεις έναν άλλο κόσμο. Και ένα βράδυ τον ξεκίνησες. Η μοντελοποίηση δεν ήταν δύσκολη. Είχες δει πολλά ήδη. Μπορούσες να αναπαραγάγεις εύκολα όλα όσα είχες δει. Χαμογέλασες, “θα φτιάξω κι ένα κράτος-debugger”, σκέφτηκες. “Να δεις για πότε θα διοριστώ!”. Εκείνο το βράδυ όμως δεν τα κατάφερες, ακόμα και στον φτιαχτό σου κόσμο δεν γινόταν.
“Μα τι κάνω λάθος;” αναρωτήθηκες. Ο φύλακας είχε τη λύση. “Έβαλες το λύκο να φυλάει τα πρόβατα” γκρίνιαξε. “Άκου το κράτος να διορθώνει!! Μα αυτό τα έκανε έτσι! Μα που ζεις;” Έλα ντε, που ζούσες. “Τίποτα”, είπες, “εγώ θα διορθώνω από δω και πέρα. Θα βάλω τον εαυτό μου μέσα βαθιά στον κόσμο που έφτιαξα και θα κάνω μόνος μου το debugging!”
Ο φύλακας όταν έφυγε το πρωί δεν κατάφερε να σε ξεκολλήσει. Σε λίγο μαθεύτηκε πως ο κόσμος που είχες φτιάξει είχε μια ελπίδα παραπάνω από τον άλλο. Κι άλλοι απογοητευμένοι σαν και σένα μαζεύονταν εκεί τα βράδια. Εσύ είχες αναλάβει το debugging του κόσμου και οι άλλοι απλά έβαζαν τον εαυτό τους. Και έτσι ξεκίνησε... Τι; Μα η κρυφή ζωή των κομπιουτεράδων φυσικά...