Τρίτη 15 Ιουλίου 2025

Παρασκευή και 13... Νοεμβρίου 2026 - η συνέχεια...

Το πρώτο μέρος του διηγήματος μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.

Ο Ανδρέας, που μέχρι τώρα γελούσε με το δικό του, αόρατο θέαμα, σταμάτησε απότομα. Το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη του. Το βλέμμα του, που πριν ήταν καρφωμένο στον τοίχο, στράφηκε αργά, πολύ αργά, και καρφώθηκε στα μάτια του Χρυσόστομου. Δεν ήταν πια το εκστατικό, παραληρηματικό βλέμμα. Ήταν ένα βλέμμα ψυχρό, διεισδυτικό, που έμοιαζε να βλέπει μέσα του, πέρα από την επιφάνεια.

«Ο κηπουρός…» ψιθύρισε ο Ανδρέας, η φωνή του τώρα καθαρή, αλλά με έναν τόνο που δεν ήταν δικός του, ένας τόνος που έμοιαζε να ανήκει σε πολλές φωνές ταυτόχρονα, σαν χορωδία από ψιθύρους. «Ο κηπουρός που ονειρεύεται… να παντρευτεί… να φτιάξει το δικό του μικρό, τακτοποιημένο κήπο…»

Ο Χρυσόστομος πάγωσε. Η Ελένη έσφιξε ακόμη πιο δυνατά το χέρι του.

«Βλέπω το όνειρό σου, κηπουρέ,» συνέχισε ο Ανδρέας, με το βλέμμα του να καίει. «Την αγάπη σου… την πρόταση γάμου… το αγροτουριστικό κατάλυμα… Ένα είδωλο της ευτυχίας. Ένα μοντέλο τάξης, μέσα στο χάος που έρχεται. Πιστεύεις ότι μπορείς να το ελέγξεις; Να το φυτέψεις; Να το εξημερώσεις;»

Το βλέμμα του Ανδρέα μετατοπίστηκε στην Ελένη. «Και εσύ, αρχιτέκτονα… η τάξη σου… η δομή σου… Προσπαθείς να βάλεις σε κουτάκια το άπειρο. Να βρεις κοινές ταυτότητες… να οργανώσεις… να βρεις έναν "αρχηγό" για να μιλήσεις.» Ο Ανδρέας χαμογέλασε, ένα αλλόκοτο, γνώριμο και συνάμα ξένο χαμόγελο. «Ο αρχηγός… δεν είναι αυτός που νομίζετε. Ο αρχηγός… είναι το ίδιο το χάος. Είναι η ίδια η αναδυόμενη πολυπλοκότητα που σας παρατηρεί… και σας διαμορφώνει.»

«Πιστεύεις ότι μπορείς να τους δώσεις σχήμα, κηπουρέ; Να τους οριοθετήσεις;» συνέχισε ο Ανδρέας, η φωνή του τώρα πιο διεισδυτική, σαν να διάβαζε τις σκέψεις του Χρυσόστομου. «Τα όνεινα δεν φυτεύονται σε παρτέρια. Το παραπέτασμα λεπταίνει… και όχι μόνο για σένα. Θα το δεις. Θα το βιώσεις. Και τότε θα καταλάβεις ότι δεν είσαι μόνος σε αυτό τον κήπο.»

Ο Χρυσόστομος ένιωσε να παγώνει μόλις καταφέρνοντας να ψελλίσει: «Τι εννοείς; Πώς… πώς το ξέρεις αυτό;»

«Ο έλεγχος είναι μια ψευδαίσθηση, κηπουρέ,» απάντησε ο Ανδρέας, με έναν τόνο που έμοιαζε να ανήκει σε χιλιάδες φωνές. «Η αρμονία… η συνύπαρξη… αυτό είναι το κλειδί. Αλλά πώς συνυπάρχεις με το άπειρο; Και το δικό σου όνειρο, κηπουρέ, το μικρό σου, τακτοποιημένο όνειρο… θα είναι το πρώτο που θα δοκιμαστεί από την πλημμύρα.»

(Ακολούθησαν πολύ δύσκολες μέρες… Το όνειρο του Χρυσόστομου δοκιμάστηκε πρώτο. Τα σχέδια του είχαν ανατραπεί. Από εκείνη την ημέρα και για αρκετό καιρό έκανε δεύτερο σπίτι του τις έκτακτες δομές υγείας που δημιουργήθηκαν με πρωτοβουλία του παλιού του καθηγητή. Η θεωρία του αποτέλεσε τον κεντρικό πυρήνα θεραπευτικών παρεμβάσεων που αποδείχθηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικές. Αρχικά δοκιμάστηκαν στους ειδικούς της ψυχικής υγείας που παρουσίαζαν διαταραχές. Αυτό τους έδωσε τη δυνατότητα να εμβαθύνουν στην κατανόηση του φαινόμενου και στην δημιουργία ενός πυρήνα ειδικών που είχαν προσωπική εμπειρία των συνεπειών της συνειδησιακής υπερφόρτωσης και ήταν σε θέση να προσεγγίσουν κάθε ιδιαίτερη περίπτωση με τρόπο αντίστοιχο της μοναδικότητάς της. Η προσέγγιση πολύ γρήγορα υιοθετήθηκε και από άλλες χώρες. Μέσα σε λίγους μήνες η κατάσταση είχε τεθεί υπό έλεγχο. Υπήρχε όμως, και κάποιες δύσκολες περπτώσεις. Ο Ανδρέας ήταν μία από αυτές. Δυσκολεύτηκαν πολύ να τον βοηθήσουν. Το πιο ενδιαφέρον: Αναλύοντας όσα έλεγαν οι “φωνές” που δανείζονταν το στόμα του, τους είχαν βοηθήσει να εκλεπτύνουν τις θεραπευτικές τους τεχνικές. Πάντα οι δύσκολες περιπτώσεις, οριακές, περιπτώσεις είναι το καλύτερο επιστημονικό εργαστήριο…)

Το ημερολόγιο έγραφε Κυριακή 15 Ιουλίου 2029. Η μεγάλη μέρα που το όνειρο του Χρυσόστομου θα εκπληρώνονταν. Ο γάμος του με την Ελένη είχε οριστεί για το απόγευμα και εδώ και μέρες κι εκείνος και η Ελένη έτρεχαν με τις προετοιμασίες… Ναι, το όνειρό του δοκιμάστηκε. Δοκιμάστηκε πολύ. Αλλά, να! Ήρθε η ώρα να γίνει πραγματικότητα!

Ο Ανδρέας σηκώθηκε νωρίς. Δεν ήθελε να καθυστερήσει για την κυριακάτικη λειτουργία. Άνοιξε την τηλεόραση καθώς έπινε τον καφέ του… Νέες πληροφορίες είχαν έρθει το φως για το ρόλο της CIA στο πραξικόπημα που είχε γίνει στην Κύπρο το 1974, μια μαύρη επέτειος που αποτέλεσε και την αφορμή για την τουρκική εισβολή πέντε μέρες μετά. Ο Νίκος Σαμψών, που είχε αναλάβει την εξουσία, φαίνεται ότι είχε χρησιμοποιηθεί από τις μυστικές υπηρεσίες Ελλάδας και ΗΠΑ ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 είχαν σχέσεις μαζί του. Αλλά όπως και στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ όπου ήταν βασικός μάρτυρας και τελικά αποδείχθηκε η ψευδομαρτυρία του, θα αποδεικνύονται και πάλι ακατάλληλος, για την ολοκλήρωση των σχεδιασμών…

Ο Ανδρέας σηκώθηκε, άφησε την άδεια κούπα στο νεροχύτη, έκλεισε την τηλεόραση και ξεκίνησε για την εκκλησία. Δεν ήταν “πιστός”, είχε πολλές αμφιβολίες για πάρα πολλά «γεγονότα»» που περιμένει κανείς να είναι δεδομένα για κάποιον που πηγαίνει στην εκκλησία, εξομολογείται, κοινωνεί. Η στροφή του προς την εκκλησία έγινε αμέσως μετά την αποθεραπεία του. Τον είχε συγκλονίσει όσα είχε αναφέρει, μέσα στο παραλήρημά του για τα σχέδια του Χρυσόστομου να κάνει πρόταση γάμου στην αδελφή του εκείνη τη ημέρα που ήρθαν τα πάνω κάτω. Η ακρίβεια όσων είχε πει, όπως του επιβεβαίωσε αργότερα ο Χρυσόστομος, ήταν ανεξήγητη. Η όλη του συμπεριφορά, βέβαια, παρέπεμπε όχι σε προφήτη αλλά σε “δαιμονισμένο”. Ναι, είχε τις αμφιβολίες του ακόμη και για την ιστορική ύπαρξη του Χριστού, πόσο μάλλον για την ανάστασή, αλλά για την ύπαρξη του Κακού; Τι ήταν αυτό που είχε πάρει τον έλεγχο του μυαλού και του σώματός του εκείνη την ημέρα; Κάποιος γνωστός του  πρότεινε να μιλήσει στο παπα-Γιώργη σε μια κοντινή ενορία. Κομμουνιστής στα νιάτα του είχε μεταστραφεί προς την εκκλησία όταν γνώρισε, στα μέσα της δεκαετίας του 1980 τον π. Γεώργιο Πυρουνάκη. Ο Ανδρέας θυμόταν έντονα την πρώτη τους συνάντηση. Δεν μιλούσε, μόνο τον άκουγε να περιγράφει τα όσα είχε βιώσει. Ξεκίνησε σποραδικά να πηγαίνει στις λειτουργίες του. Κάποια στιγμή αισθάνθηκε την ανάγκη να κοινωνήσει και το έκανε αυθόρμητά. Όταν πλησίασε ο παπα-Γιώργης δίστασε, μετά τη λειτουργία του εξήγησε: «Έπρεπε να με ενημερώσεις ότι ήθελες να κοινωνήσεις, να σε εξομολογήσω πρώτα…» του είπε. Την επόμενη, έκανε όπως του είχε πει. Δεν είχε και πολλές “αμαρτίες” να καταθέσει, κάτι λογιστικές παρατυπίες που είχε κάνει για να εξυπηρετήσει κάποιους πελάτες, αστεία πράγματα. Προτίμησε να μιλήσει για τις αμφιβολίες του. Για το Χριστό, για την συμπεριφορά κάποιων ρασοφόρων που γνώριζε… Ο παπα-Γιώργης τον άκουγε… Σπανίως μιλούσε. Στο τέλος, του διάβασε μια ευχή και αυτό ήταν όλο.

Ο Ανδρέας περπάτησε αργά προς την εκκλησία, με το μυαλό του να αναμοχλεύει τις σκέψεις του. Ο ήλιος είχε ήδη ανέβει ψηλά, λούζοντας τους δρόμους με ένα έντονο φως, αλλά η αίσθηση της αβεβαιότητας παρέμενε. Δεν ήταν ο φόβος του άγνωστου που τον κυρίευε, αλλά η σύγκρουση ανάμεσα στη λογική που είχε υπηρετήσει μια ζωή και την ανεξήγητη εμπειρία που είχε βιώσει. Η εκκλησία, για εκείνον, δεν ήταν απλώς ένα κτίριο, αλλά ένας χώρος όπου η τάξη του κόσμου φαινόταν να συναντά την τάξη του πνεύματος, έστω και αν αυτή η τάξη ήταν πέρα από την ανθρώπινη κατανόηση.

Καθώς πλησίαζε, η μυρωδιά του θυμιάματος άρχισε να διαπερνά τον αέρα, αναμεμειγμένη με την αχνή ευωδιά των κεριών και μια υπόγεια αίσθηση παλαιότητας. Η εκκλησία, χτισμένη από πέτρα, στεκόταν επιβλητική, με τον τρούλο της να αγγίζει τον γαλανό ουρανό. Το καμπαναριό, σιωπηλό αυτή την ώρα, έμοιαζε να φυλάει μυστικά αιώνων.

Μπήκε μέσα. Η ατμόσφαιρα τον τύλιξε αμέσως. Το φως, φιλτραρισμένο μέσα από τα πολύχρωμα τζάμια στα παράθυρα, έπεφτε σε πολύχρωμες κηλίδες πάνω στις αγιογραφίες, δίνοντας μια μυστικιστική λάμψη στο εσωτερικό. Ο χρυσός των εικόνων αντανακλούσε το φως, δημιουργώντας μια αίσθηση ιερότητας και αιωνιότητας. Ο ήχος της ψαλμωδίας, βαθύς και μελωδικός, γέμιζε τον χώρο, όχι ως απλή μουσική, αλλά ως μια ζωντανή προσευχή που αντηχούσε στα βάθη της ψυχής.

Ο Ανδρέας στάθηκε στο πίσω μέρος του ναού, παρατηρώντας τους πιστούς. Κάποιοι στέκονταν όρθιοι με ευλάβεια, άλλοι γονάτιζαν, άλλοι σταυροκοπιόνταν με ευλάβεια. Υπήρχε μια κοινή ενέργεια, μια συλλογική συγκέντρωση που ήταν διαφορετική από το χαοτικό πλήθος που τον είχε κάποτε κυριεύσει. Εδώ, η συλλογική συνείδηση έμοιαζε να είναι εξημερωμένη, να κατευθύνεται από έναν κοινό σκοπό, μια κοινή Αποστολή.

Έκλεισε τα μάτια του. Οι ψαλμοί τον τύλιξαν, διώχνοντας για λίγο τις αμφιβολίες του. Η αίσθηση του θυμιάματος γινόταν πιο έντονη, καθαρίζοντας τον αέρα και το μυαλό του. Ήταν σαν κάθε νότα, κάθε αναπνοή, κάθε κίνηση μέσα στον ναό να συνέβαλλε σε μια μεγάλη, αόρατη συμφωνία, μια μέθεξη με κάτι ανώτερο. Ο Ανδρέας ένιωθε μια έλξη, μια ακατανίκητη ανάγκη να πλησιάσει, να γίνει μέρος αυτής της μέθεξης.

“Άγιος ο Θεός, άγιος Ισχυρός…” και μετά, ο “απόστολος”. Τέντωσε τ΄ αυτιά του να ακούσει:

ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς νήπιος ἐλογιζόμην· ὅτε δὲ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τὰ τοῦ νηπίου. βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην. νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη.

*Διώκετε *τὴν ἀγάπην· ζηλοῦτε δὲ τὰ πνευματικά, μᾶλλον δὲ ἵνα προφητεύητε. ὁ γὰρ λαλῶν γλώσσῃ οὐκ ἀνθρώποις λαλεῖ, ἀλλ’ *τῷ Θεῷ· οὐδεὶς γὰρ ἀκούει, πνεύματι δὲ λαλεῖ μυστήρια· ὁ δὲ προφητεύων ἀνθρώποις λαλεῖ οἰκοδομὴν καὶ παράκλησιν καὶ παραμυθίαν. ὁ λαλῶν γλώσσῃ ἑαυτὸν οἰκοδομεῖ, ὁ δὲ προφητεύων ἐκκλησίαν οἰκοδομεῖ. θέλω δὲ πάντας ὑμᾶς λαλεῖν γλώσσαις, μᾶλλον δὲ ἵνα προφητεύητε· μείζων γὰρ ὁ προφητεύων ἢ ὁ λαλῶν γλώσσαις, ἐκτὸς εἰ μὴ διερμηνεύῃ, ἵνα ἡ ἐκκλησία οἰκοδομὴν λάβῃ.

«Υποκριτές!» ακούστηκε μια φωνή από την είσοδο του ναού. Σαν να ήρθε από αλλού — από χρόνο παλιό και τόπο μακρινό — εισέβαλε στην εκκλησία ένας άντρας, ακαθόριστης ηλικίας, με τα μάτια πυρακτωμένα, το βλέμμα ανασκαμμένο. Τα ρούχα του φθαρμένα, κολλημένα πάνω του σαν λέπια χρόνου και βροχής. Το γένι του απεριποίητο, αλλά όχι ατημέλητο· ήταν σαν κάποιος που κουβαλούσε πάνω του όλη την ύπαρξη, χωρίς να ζητά συγχώρεση.

«Υποκριτές!» φώναξε για δεύτερη φορά. Η φωνή του αντήχησε μεταλλικά, σαν να βγήκε όχι από τον λαιμό του αλλά από το υπόγειο της εκκλησίας. «Ράσα και μάρμαρα! Και τα μυαλά σας – άδεια, τρύπια, νεκρά!»

Ο ήχος των λέξεων έσπασε την ησυχία όπως η πέτρα που σπάει το τζάμι. Μερικοί σηκώθηκαν ενοχλημένοι. Άλλοι σάστισαν. Ένας ηλικιωμένος έκανε τον σταυρό του και πλησίασε. Μαζί του και ένας νέος μελαχρινός, ψύχραιμος, με βλέμμα γλυκό. Πλησίασαν αργά, χωρίς να απειλήσουν.

Ο άντρας σάστισε, σαν να είχε ξεχάσει πού βρισκόταν. Τα χέρια του έτρεμαν – όχι από φόβο, αλλά από την προσπάθειά του να συγκρατήσει την οργή του.. Έπειτα, με μια κίνηση σχεδόν τελετουργική, κάθισε σε ένα στασίδι, τυχαία — ή όχι. Ήταν το στασίδι μπροστά από τον Ανδρέα. Σιγή. Καμία ψαλμωδία δεν ακουγόταν. Μόνο η αναπνοή των ανθρώπων – και αυτή ρηχή.

Ο Ανδρέας σήκωσε το βλέμμα του και τον κοίταξε. Ο άγνωστος τον κοιτούσε ήδη. Το βλέμμα του δεν ήταν επιθετικό — ήταν σαν να περίμενε. Και τότε… κάτι αναπήδησε μέσα στον Ανδρέα, όχι σαν ανάμνηση, αλλά σαν επαναφορά. Σαν μια γραμμή που ήταν γραμμένη σε λευκό μελάνι και ξαφνικά ανέβλυσε μέσα από το χαρτί της συνείδησης. Δεν ήταν η φωνή του άστεγου που θυμόταν. Ήταν το βλέμμα του…

...συνεχίζεται...

Σάββατο 12 Ιουλίου 2025

Παρασκευή και 13... Νοεμβρίου 2026 - Ξημερώνει

(Το ξημέρωμα της 13ης Νοεμβρίου 2026 δεν έφερε μόνο το φως μιας νέας ημέρας, αλλά και την αποκάλυψη μιας νέας πραγματικότητας. Ήταν ένα ξημέρωμα που καλούσε σε "εξημέρωση" – την προσπάθεια να τιθασεύσει κανείς την άγρια δύση των ψυχικών οντοτήτων που, όπως φαινόταν, είχαν οδηγήσει σε μια οικολογική ρήξη του ίδιου του νου.)

Ο Χρυσόστομος Κηπουρός έσφιγγε τα βλέφαρά του, παγιδευμένος ανάμεσα στον ύπνο και τις σκέψεις που αρνούνταν να τον εγκαταλείψουν. Μόλις είχε αλλάξει η μέρα. Ήταν Παρασκευή, 13 Νοεμβρίου 2026. Ο ίδιος, ένας έμπειρος ψυχοθεραπευτής, ένιωθε το βάρος μιας ημέρας που είχε προηγηθεί σαν καταιγίδα. Το τηλέφωνό του δεν είχε σταματήσει να χτυπά, όχι μόνο με ραντεβού, αλλά με απελπισμένες κλήσεις από γνωστούς και συναδέλφους. «Είναι πρωτοφανές, Χρυσόστομε, πρωτοφανές…» είχε ψιθυρίσει ένας παλιός του καθηγητής στο τηλέφωνο.

Για πρώτη φορά στην καριέρα του, είχε παρατηρήσει μια ανησυχητική, αξιοσημείωτη έξαρση παραληρηματικών διαταραχών. Ερωτομανείς ασθενείς του, που συνήθως εμφάνιζαν ήπια συμπτώματα, είχαν εκδηλώσει έντονες κρίσεις. Μεγαλομανείς οραματίζονταν νέες αυτοκρατορίες από το πουθενά. Ζηλόφθονοι εξαπέλυαν κατηγορίες χωρίς κανένα λογικό υπόβαθρο. Καταδιωκτικοί έβλεπαν εχθρούς σε κάθε σκιά. Δεν ήταν μεμονωμένα περιστατικά – ήταν μια επιδημία του νου, ένα ξέσπασμα ψυχικών οντοτήτων που έμοιαζε να έχει αποκτήσει τη δική του, ανεξέλεγκτη δυναμική. Κάθε φωνή στο τηλέφωνο περιέγραφε ένα μοναδικό "είδωλο" της πραγματικότητας, που είχε αποσπαστεί από τον "παρατηρητή" του. Το βιολογικό υπόστρωμα της ύπαρξής τους, οι ανθρώπινοι εγκέφαλοι με τα δισεκατομμύρια των νευρώνων τους και τα τρισεκατομμύρια των συνάψεων, είχαν φτάσει στα όριά τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη ρήξη των "κέντρων ελέγχου" που ρυθμίζουν την αλήθεια από την πλάνη, το πραγματικό από το φανταστικό.

Την ίδια στιγμή, μια πιο γλυκιά σκέψη προσπάθούσε να διαπεράσει το χάος των συμπτωμάτων. Ήταν η μέρα της ονομαστικής του εορτής. Ο Χρυσόστομος. Το βράδυ, είχε κανονίσει ένα ρομαντικό δείπνο με την αγαπημένη του. Σκόπευε να της ζητήσει να τον παντρευτεί και να περάσουν το Σαββατοκύριακο στο παλιό αγροτουριστικό κατάλυμα στο χωριό του, εκεί που ο ουρανός ήταν ακόμη καθαρός και τα αστέρια φαινόντουσαν σαν χρυσόσκονη. Ήταν μια σκέψη που τον γέμιζε με μια παράξενη γαλήνη, μια απόδραση από την αφύσικη ένταση της προηγούμενης ημέρας.

Καθώς αυτές οι δύο διαφορετικές ροές σκέψης μάχονταν στο μυαλό του, ο Χρυσόστομος άρχισε να βυθίζεται στον ύπνο, ελπίζοντας ότι το ξημέρωμα θα έφερνε μια κάποια ηρεμία.

Στις 7 το πρωί, καθώς ο πρώτος χρυσός ήλιος του Νοέμβρη άρχισε να αναδύεται πάνω από τον ορίζοντα, λούζοντας το δωμάτιο με ένα απαλό, υποσχόμενο φως, το επίμονο κουδούνισμα του κινητού του τηλεφώνου διέκοψε απότομα την ησυχία. Ήταν η αγαπημένη του. Η φωνή της, συνήθως τόσο ήρεμη, ήταν τώρα γεμάτη πανικό. Του περιέγραφε ένα επεισόδιο του αδελφού της που συνέβαινε εκείνη τη στιγμή.

Ο Χρυσόστομος Κηπουρός σηκώθηκε, φόρεσε βιαστικά ένα πουκάμισο και ένα παντελόνι. Τα δάχτυλά του έτρεμαν ελαφρά καθώς κουμπωνόταν. Η φωνή της Ελένης στο τηλέφωνο, συνήθως τόσο σταθερή, είχε ραγίσει από τον πανικό. «Είναι ο Ανδρέας… δεν είναι καλά… πρέπει να έρθεις, τώρα!» είχε ψελλίσει. Ο Ανδρέας, ο αδελφός της Ελένης, ήταν ένας ήσυχος, προσγειωμένος λογιστής, ο τελευταίος άνθρωπος που θα περίμενε κανείς να βρεθεί σε μια τέτοια κατάσταση.

Ο δρόμος μέχρι το διαμέρισμα της Ελένης, που συνήθως ήταν μια ευχάριστη διαδρομή δέκα λεπτών, φάνηκε ατελείωτος. Κάθε δευτερόλεπτο ήταν γεμάτο με το βουητό των προηγούμενων κλήσεων, τις φωνές των ασθενών του, τις απελπισμένες εκφράσεις των συγγενών. Η ρήξη του παραπετάσματος της λογικής καθιστούσε τον λόγο παραληρηματικό, τη συμπεριφορά αλλοπρόσαλλη. Οι σχέσεις των "θυμάτων" είχαν μπει σε ένα νέο πλαίσιο, όπου η αγάπη έπαιρνε τη μορφή του πανικού και του ενδιαφέροντος για τον "ασθενή", και το μίσος μετατρεπόταν σε ευκαιρία για στιγματισμό και απομόνωση. Τα ΜΜΕ είχαν ήδη αρχίσει να εκμεταλλεύονται τις πιο εντυπωσιακές περιπτώσεις, ενώ διάφοροι έμποροι πονημάτων ψευδοεπιστήμης έβλεπαν ξαφνικά μια κατακόρυφη αύξηση των πωλήσεων των προϊόντων τους. Γενικώς, η κατάσταση λειτουργούσε ως ένας μεγανθυτικός φακός όπου κάθε καλό και κάθε κακό μεγενθύνονταν και καθίστανταν ευδιάκριτα.

Όταν έφτασε, η Ελένη, με το πρόσωπο χλωμό και τα μάτια κόκκινα, τον υποδέχτηκε στην πόρτα. Ήταν μια γυναίκα της λογικής, μια αρχιτέκτονας που πίστευε στην τάξη και τη δομή, και η απόλυτη ανατροπή της τάξης στο σπίτι της την είχε συντρίψει. «Είναι μέσα… μιλάει μόνος του… ή μάλλον, μιλάει με κάτι…» ψιθύρισε, δείχνοντας προς το σαλόνι.

Ο Χρυσόστομος μπήκε. Ο Ανδρέας στεκόταν στο κέντρο του δωματίου, τα μάτια του διάπλατα, το βλέμμα του καρφωμένο σε ένα αόρατο σημείο στον τοίχο. Δεν ήταν μόνος. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο με μια αόρατη, παλλόμενη ενέργεια, σαν να είχαν υλοποιηθεί οι "ψυχικές οντότητες" που ο Χρυσόστομος είχε σκεφτεί λίγες ώρες πριν. Ο Ανδρέας δεν μιλούσε μόνος του. Απευθυνόταν σε ένα αόρατο κοινό, σε μια πληθώρα φωνών και εικόνων που μόνο αυτός άκουγε και έβλεπε.

«Είστε τόσοι πολλοί!» αναφώνησε ο Ανδρέας, με μια φωνή που δεν ήταν δική του, γεμάτη έκσταση και μια τροματική διαύγεια. «Βλέπω τις σκέψεις σας, τις επιθυμίες σας, τα όνειρά σας! Είστε τα είδωλα των ονείρων μας, οι αντανακλάσεις των φόβων μας, οι σκιές των επιθυμιών μας! Και τώρα, είστε ελεύθεροι!»

Τα χέρια του Ανδρέα άρχισαν να κινούνται στον αέρα, σαν να καθοδηγούσε μια αόρατη ορχήστρα, ή μάλλον, ένα σμήνος αόρατων πλασμάτων. «Μπορώ να σας καθοδηγήσω! Να σας οργανώσω! Είμαι ο κηπουρός του άυλου κήπου! Ο αρχιτέκτονας των ψυχών!» Η φωνή του ανέβαινε σε ένα παραλήρημα μεγαλείου, με μια σιγουριά που πάγωνε το αίμα.

Ο Χρυσόστομος ένιωσε ένα ρίγος. "Κηπουρός του άυλου κήπου..." Η φράση αντηχούσε παράξενα με το δικό του επίθετο. Ήταν σαν ο Ανδρέας να είχε γίνει ένα κανάλι για αυτή την εκθετική αύξηση των ψυχικών οντοτήτων, ένα μέσο για να αποκτήσουν φωνή και μορφή, έστω και μόνο για τον ίδιο. Δεν ήταν απλώς μια διαταραχή. Ήταν σαν ο νους του Ανδρέα να είχε γίνει ένα οικοσύστημα που είχε πλημμυρίσει από μια νέα, ανεξέλεγκτη μορφή ζωής.

Η Ελένη, η αγαπημένη του Χρυσόστομου, στεκόταν δίπλα του, με τα χέρια της σφιγμένα μπροστά στο στήθος της. Ως αρχιτέκτονας, η ζωή της ήταν αφιερωμένη στη δημιουργία τάξης από το χάος, στην οργάνωση χώρων, υλικών και λειτουργιών με ακρίβεια και προβλεψιμότητα. Η σκηνή με τον Ανδρέα ήταν η απόλυτη ανατροπή κάθε αρχής στην οποία πίστευε. Το πρόσωπό της, συνήθως εκφραστικό και γεμάτο ζωντάνια, ήταν τώρα μια μάσκα φόβου και σύγχυσης.

«Δεν… δεν καταλαβαίνω,» ψιθύρισε. Τα μάτια της συνέχισαν να πηγαινοέρχονται από τον αδελφό της στον Χρυσόστομο, σαν να αναζητούσε μια λογική εξήγηση, μια δομή που θα της επέτρεπε να τοποθετήσει αυτό το χάος σε κάποιο πλαίσιο. «Είναι… είναι σαν να έχει ανοίξει μια πόρτα… και να έχουν βγει όλα…» Η φωνή της έσπασε. «Πώς… πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό; Δεν υπάρχει λογική! Δεν υπάρχει εξήγηση!»

Ο Χρυσόστομος την άγγιξε απαλά στον ώμο. «Ελένη… άκουσε με. Ξέρω ότι είναι τρομακτικό. Αλλά νομίζω ότι αυτό που συμβαίνει δεν είναι απλώς μια ψυχική διαταραχή με τον τρόπο που την ξέρουμε. Είναι κάτι… μεγαλύτερο. Κάτι που έχει να κάνει με το πώς λειτουργεί ο ίδιος ο νους μας, και πώς αλληλεπιδρά με τον κόσμο που δημιουργούμε.»

Η Ελένη τον κοίταξε με δυσπιστία. «Μεγαλύτερο; Τι εννοείς; Ο Ανδρέας παραληρεί! Βλέπει πράγματα που δεν υπάρχουν!»

«Για εμάς δεν υπάρχουν.» απάντησε ο Χρυσόστομος, προσπαθώντας να βρει τα σωστά λόγια. «Αλλά για εκείνον, είναι τόσο αληθινά όσο εσύ κι εγώ. Σκέψου το σαν ένα οικοσύστημα. Το μυαλό μας, ο εγκέφαλός μας, είναι ένα απίστευτα πολύπλοκο οικοσύστημα. Μέσα του ζουν και αλληλεπιδρούν αμέτρητες "ψυχικές οντότητες" – οι σκέψεις μας, οι αναμνήσεις μας, οι φαντασιώσεις μας, οι εικόνες που δημιουργούμε για τον εαυτό μας και τους άλλους. Ακόμη και οι χαρακτήρες από ταινίες που είδαμε, ή οι ιδέες που διαβάσαμε σε βιβλία. Κάθε φορά που σκέφτεσαι κάτι, δημιουργείς μια τέτοια οντότητα.»

«Δηλαδή…» η Ελένη προσπάθησε να το επεξεργαστεί. «Εννοείς ότι το μυαλό μας είναι γεμάτο από… φαντάσματα;»

Ο Χρυσόστομος χαμογέλασε ελαφρά: «Όχι ακριβώς φαντάσματα. Σκέψου το έτσι: Εσύ, ως αρχιτέκτονας, σχεδιάζεις ένα κτίριο. Αυτό το κτίριο, πριν χτιστεί, υπάρχει ως μια ιδέα στο μυαλό σου, ως ένα μοντέλο. Αυτό το μοντέλο είναι μια ψυχική οντότητα. Όταν το σχεδιάζεις στον υπολογιστή, δημιουργείς μια ψηφιακή αναπαράσταση – ένα άλλο είδος ψυχικής οντότητας, που τώρα ζει στον ψηφιακό κόσμο. Όταν το κτίριο χτίζεται, γίνεται πραγματικό. Αλλά η ιδέα, το μοντέλο, παραμένει μέσα σου. Τώρα φαντάσου ότι αυτός ο κόσμος των ιδεών, των μοντέλων, των αναπαραστάσεων, έχει αρχίσει να πολλαπλασιάζεται ανεξέλεγκτα. Όχι μόνο οι δικές μας ιδέες, αλλά και οι ιδέες που δημιουργούνται από την Τεχνητή Νοημοσύνη – εικόνες, κείμενα, ψεύτικες ειδήσεις. Όλα αυτά είναι "ψυχικές οντότητες" που εισέρχονται στο συλλογικό μας "οικοσύστημα".»

«Και τι γίνεται όταν αυτές οι οντότητες γίνονται πάρα πολλές;» ρώτησε η Ελένη, αρχίζοντας να καταλαβαίνει, αλλά και να τρομάζει περισσότερο.

«Τότε το οικοσύστημα φτάνει στα όριά του,» απάντησε ο Χρυσόστομος, κοιτάζοντας τον Ανδρέα που συνέχιζε το παραλήρημά του. «Όπως ένα δάσος που υπερφορτώνεται με ζώα, ή μια λίμνη που γεμίζει με φύκια. Η τροφική αλυσίδα καταρέει και οι όροι της ζωής των οργανισμών που ζουν εκεί ανατρέπονται. Έτσι συμβαίνει και στο οικοσύστημα του νου όταν οι ψυχικές οντότητες πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα. Τα συστήματα ελέγχου –τα δικά μας κέντρα λογικής και διάκρισης– αρχίζουν να καταρρέουν. Το παραπέτασμα μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού, μεταξύ της αλήθειας και της πλάνης, αρχίζει να διαλύεται. Αυτό που βλέπεις στον Ανδρέα είναι η ρήξη αυτού του παραπετάσματος. Είναι σαν να έχει ανοίξει μια πύλη στο δικό του ψυχικό οικοσύστημα, και όλες αυτές οι οντότητες, τα είδωλα, έχουν απελευθερωθεί και απαιτούν την προσοχή του. Δεν είναι πια "μέσα" του με τον συνηθισμένο τρόπο, αλλά "γύρω" του, αλληλεπιδρώντας μαζί του.»

Ο Χρυσόστομος έκανε μια παύση, αναζητώντας ένα ακόμα παράδειγμα. «Σκέψου το σαν ένα όνειρο. Όταν ονειρευόμαστε, το μυαλό μας δημιουργεί μια ολόκληρη πραγματικότητα, με χαρακτήρες, γεγονότα, συναισθήματα. Είναι τόσο αληθινό όσο η ξύπνια ζωή, όσο διαρκεί. Αλλά όταν ξυπνάμε, το παραπέτασμα κλείνει. Τώρα φαντάσου ότι κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να κλείσουν αυτό το παραπέτασμα. Ζουν συνεχώς μέσα σε αυτό το όνειρο, ή μάλλον, μέσα σε ένα συλλογικό όνειρο που τροφοδοτείται από εκατομμύρια άλλες ψυχικές οντότητες. Ο Ανδρέας, αυτή τη στιγμή, ζει ένα τέτοιο όνειρο.»

Η Ελένη έτριψε τους κροτάφους της. «Δηλαδή… η Τεχνητή Νοημοσύνη… τα chatbots… οι εικόνες… όλα αυτά… τροφοδοτούν αυτή την… επιδημία;»

«Ακριβώς,» είπε ο Χρυσόστομος. «Η ΑΙ παράγει αστρονομικό αριθμό νέων "πληροφοριακών οντοτήτων" – κείμενα, εικόνες, ήχους. Αυτές εισέρχονται στο συλλογικό μας νου, στα δικά μας μυαλά. Και κάθε φορά που τις επεξεργαζόμαστε, τις θυμόμαστε, τις φανταζόμαστε, δημιουργούμε τη δική μας, μοναδική εκδοχή τους. Ο πληθυσμός αυτών των "ειδώλων" αυξάνεται εκθετικά, πολύ πιο γρήγορα από τον βιολογικό μας πληθυσμό. Και κάποια στιγμή, το σύστημα υπερφορτώνεται. Αυτή η Παρασκευή και 13 Νοέμβρη 2026, ίσως είναι η μέρα που αυτή η υπερφόρτωση έγινε κρίσιμη. Η 'Doomsday Equation' του von Foerster, που προέβλεπε το άπειρο σε αυτό το χρονικό σημείο, ίσως δεν αφορούσε τον ανθρώπινο πληθυσμό, αλλά τον πληθυσμό των ψυχικών οντοτήτων

«Σαν δαίμονες που κατακλύζουν το μυαλό μας και αποκτούν τον εσωτερικό έλεγχο;» ρώτησε η Ελένη, με ψιθυριστή φωνή, γεμάτη τρόμο.

Ο Χρυσόστομος την κοίταξε στα μάτια. «Η λέξη "δαίμονες" είναι φορτισμένη με χιλιάδες χρόνια φόβου και άγνοιας, Ελένη. Δεν είναι δαίμονες με την παραδοσιακή έννοια. Δεν είναι κακά πνεύματα που θέλουν να μας καταστρέψουν. Είναι, αν θέλεις, οι ίδιες μας οι σκέψεις, οι ιδέες μας, οι φαντασιώσεις μας, που έχουν αποκτήσει μια ανεξέλεγκτη αυτονομία λόγω της υπερφόρτωσης. Σκέψου το σαν ένα ποτάμι που υπερχειλίζει. Το νερό δεν είναι κακό, αλλά όταν είναι πάρα πολύ, προκαλεί καταστροφή. Ή σαν ένα δάσος που αναπτύσσεται τόσο γρήγορα και τόσο πυκνά, που πνίγει τον ίδιο του τον εαυτό.»

«Αυτό που βλέπουμε στον Ανδρέα, και σε τόσους άλλους, είναι η αποκάλυψη του εσωτερικού μας κόσμου, που έχει γίνει ορατός, ή τουλάχιστον αισθητός, σε όσους είναι πιο ευάλωτοι. Είναι σαν το παραπέτασμα που διαχωρίζει την εσωτερική μας πραγματικότητα από την εξωτερική να έχει γίνει διαφανές. Και ναι, σε αυτή την κατάσταση, μπορούν να "αποκτήσουν έλεγχο", όχι επειδή είναι κακόβουλα, αλλά επειδή είναι τόσο πολλά και τόσο έντονα που κατακλύζουν τα φυσιολογικά μας συστήματα λογικής και διάκρισης.»

Ο Χρυσόστομος έκανε μια παύση, αναζητώντας έναν τρόπο να της προσφέρει μια διαφορετική οπτική, πέρα από τον φόβο. «Στην αρχαία φιλοσοφία, ειδικά στον Ταοϊσμό, υπάρχει η έννοια του "Wu Wei" – της "μη-δράσης" ή, πιο σωστά, της δράσης σε αρμονία με τη φυσική ροή των πραγμάτων. Δεν είναι παθητικότητα, αλλά η κατανόηση ότι μερικές φορές, η προσπάθεια να επιβάλεις τον έλεγχο σε κάτι που είναι εγγενώς χαοτικό ή υπερβολικά πολύπλοκο, οδηγεί σε μεγαλύτερη αναταραχή. Ίσως, σε αυτή την "οικολογική ρήξη" του νου, η απάντηση να μην είναι να προσπαθήσουμε να "πολεμήσουμε τους δαίμονες", αλλά να μάθουμε να συμβιώνουμε με αυτό το νέο, αναδυόμενο οικοσύστημα των ψυχικών οντοτήτων. Να βρούμε έναν τρόπο να εξημερώσουμε αυτή την "άγρια δύση" όχι με δύναμη, αλλά με κατανόηση και προσαρμογή.»

Η Ελένη, η αρχιτέκτονας της τάξης, δεν μπορούσε να το δεχτεί εύκολα. «Δηλαδή, να αφήσουμε τον Ανδρέα… να αφήσουμε όλους αυτούς τους ανθρώπους… να ζουν μέσα σε αυτό το χάος;» Η φωνή της ανέβηκε. «Δεν θα μπορούσαμε έστω να περιορίσουμε αυτό το ανεξέλεγκτο πλήθος διακρίνοντας κοινές ταυτότητες; Πλάσματα που δεν είναι παρά διαφορετικές εκδηλώσεις της ίδιας οντότητας; Να περιορίσουμε, έτσι, το πλήθος τους και να τα ελέγξουμε; Ή να τα οργανώσουμε σε κοινότητες με ιεραρχία για να μπορούμε να τα ελέγχουμε διαλεγόμενοι με τον "αρχηγό" τους;»

Ο Χρυσόστομος αναστέναξε. Η λογική της Ελένης, τόσο δομημένη και αποτελεσματική στον δικό της κόσμο, πάσχιζε να βρει εφαρμογή σε αυτό το νέο, ρευστό τοπίο. «Ελένη, καταλαβαίνω την ανάγκη σου για τάξη, για δομή. Είναι αυτό που κάνεις, αυτό που είσαι. Αλλά αυτό που συμβαίνει είναι διαφορετικής τάξης, όπως είχαμε πει. Όταν προσπαθείς να επιβάλεις μια ταξινόμηση, μια ιεραρχία, σε κάτι που είναι εγγενώς ρευστό και αναδυόμενο, κινδυνεύεις να το διαστρεβλώσεις, να δημιουργήσεις ένα ακόμη πιο ψεύτικο "είδωλο" που θα σε οδηγήσει σε λάθος συμπεράσματα.»

«Σκέψου το σαν ένα ζωντανό δάσος,» συνέχισε ο Χρυσόστομος, δείχνοντας με το βλέμμα του τον Ανδρέα που τώρα γελούσε με κάτι που μόνο αυτός έβλεπε. «Μπορείς να πας σε ένα δάσος και να πεις: "Αυτά είναι όλα τα έλατα, αυτά είναι όλα τα πεύκα, αυτά είναι όλα τα ζώα της τάξης των θηλαστικών". Μπορείς να τα καταγράψεις, να τα ταξινομήσεις. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ελέγχεις το δάσος. Δεν σημαίνει ότι κατανοείς πλήρως τις αλληλεπιδράσεις τους, το πώς η ανάπτυξη ενός είδους επηρεάζει ένα άλλο, το πώς ένα μικρό γεγονός μπορεί να προκαλέσει ένα ντόμινο επιπτώσεων. Δεν μπορείς να διαλέξεις έναν "αρχηγό" των ελάτων και να μιλήσεις μαζί του για να ελέγξεις ολόκληρο το δάσος. Το δάσος είναι ένα αυτο-οργανωμένο σύστημα. Έχει τη δική του δυναμική.»

«Και εδώ, με τις ψυχικές οντότητες, είναι ακόμη πιο περίπλοκο. Αυτές οι οντότητες είναι αλληλένδετες με την ίδια τη συνείδηση που τις παράγει. Δεν είναι ξεχωριστά, διακριτά αντικείμενα που μπορείς απλώς να τα βάλεις σε κουτάκια. Μια "ιδέα" για τον εαυτό σου μπορεί να είναι αλληλένδετη με την "ιδέα" για τον αγαπημένο σου, και αυτή με μια "ιδέα" από ένα τραγούδι που άκουσες. Πώς θα τα διαχωρίσεις; Πώς θα βρεις έναν "αρχηγό" σε αυτό το αέναο ρεύμα;»

«Αυτό που προτείνεις, Ελένη, είναι μια προσέγγιση πρώτης τάξεως κυβερνητικής – να παρατηρήσουμε το σύστημα από έξω και να προσπαθήσουμε να το ελέγξουμε. Αλλά αυτό που βλέπουμε είναι ένα σύστημα που έχει γίνει δεύτερης τάξεως – ο παρατηρητής είναι μέσα στο σύστημα, και η ίδια η πράξη της παρατήρησης και του ελέγχου το διαμορφώνει. Αν προσπαθήσουμε να επιβάλουμε μια αυστηρή ιεραρχία ή ταξινόμηση, μπορεί να κάνουμε την κατάσταση χειρότερη, να δημιουργήσουμε νέες, απρόβλεπτες αναταραχές. Η "εξημέρωση" εδώ δεν είναι "καταστολή", αλλά "κατανόηση" και "προσαρμογή".»

Ξαφνικά, ο Ανδρέας, που μέχρι τώρα ήταν απορροφημένος στον δικό του κόσμο, έκανε μια απότομη κίνηση. Τα μάτια του καρφώθηκαν στην τηλεόραση, η οποία ήταν σβηστή. Με ένα εκστατικό χαμόγελο, άπλωσε το χέρι του και πάτησε το κουμπί του τηλεχειριστηρίου. Η οθόνη άναψε, και η εικόνα ενός έκτακτου δελτίου ειδήσεων πλημμύρισε το δωμάτιο.

Μια σοβαρή δημοσιογράφος, με το μακιγιάζ της να τρέχει ελαφρά και τα μαλλιά της αχτένιστα, μιλούσε με αγωνία. «…πρωτοφανή περιστατικά αναφέρονται σε όλο τον κόσμο. Οι αρχές καλούν σε ψυχραιμία, αλλά η κατάσταση δείχνει να ξεφεύγει από κάθε έλεγχο. Αναφορές για μαζικές παραισθήσεις, παραληρήματα μεγαλείου και καταδίωξης, και ανεξέλεγκτες εκδηλώσεις συναισθημάτων έχουν κατακλύσει τα κέντρα έκτακτης ανάγκης. Ειδικοί ψυχικής υγείας μιλούν για μια παγκόσμια ψύχωση…»

Ο Ανδρέας γέλασε δυνατά, ένα γέλιο που έμοιαζε να ανήκει σε κάποιον άλλον. Πάτησε ξανά το κουμπί. Το κανάλι άλλαξε.

Στην οθόνη εμφανίστηκε μια σκηνή από το Τόκιο. Ένας άνδρας, ντυμένος με μια αυτοσχέδια πανοπλία από χαρτόνι, στεκόταν στην κορυφή ενός ουρανοξύστη, φωνάζοντας ότι ήταν ο Αυτοκράτορας του Σύμπαντος και ότι οι "ψυχικές ορδές" τον είχαν επιλέξει να τους οδηγήσει σε μια νέα εποχή. Από κάτω, πλήθος κόσμου τον παρακολουθούσε, κάποιοι με τρόμο, άλλοι με μια παράξενη, σχεδόν θρησκευτική ευλάβεια.

Ο Ανδρέας πάτησε ξανά. Η εικόνα μεταφέρθηκε στο Λονδίνο. Ένας διάσημος οικονομολόγος, σε ζωντανή σύνδεση, έδειχνε με μανία έναν άδειο πίνακα, ισχυριζόμενος ότι είχε ανακαλύψει τον απόλυτο αλγόριθμο που μπορούσε να προβλέψει κάθε οικονομική κίνηση, καθώς όλες οι αγορές καθοδηγούνταν πλέον από τις "συλλογικές επιθυμίες των αόρατων οντοτήτων". Τα μάτια του γυάλιζαν με έναν πυρετό που δεν ήταν γνώριμος.

Άλλο ένα πάτημα. Παρίσι. Μια ομάδα καλλιτεχνών είχε καταλάβει το Λούβρο, ζωγραφίζοντας πάνω στους πίνακες του Μουσείου, υποστηρίζοντας ότι οι "ψυχικές οντότητες" τους είχαν αποκαλύψει την αληθινή μορφή της τέχνης και ότι τα παλιά έργα ήταν απλώς "είδωλα" μιας περασμένης, περιορισμένης συνείδησης.

Ο Ανδρέας συνέχιζε το zapping, με ένα χαμόγελο που μεγάλωνε. Νέα Υόρκη, Μόσχα, Πεκίνο, Κάιρο. Παντού, οι ίδιες σκηνές: άνθρωποι που "στον κόσμο τους", αλληλεπιδρώντας με αόρατα πλήθη, εκδηλώνοντας παραληρήματα που ήταν άλλοτε μεγαλειώδη, άλλοτε τρομακτικά, άλλοτε απλώς παράλογα. Ο κόσμος είχε γίνει ένα απέραντο θέατρο, όπου κάθε νους ήταν μια σκηνή για την αποκάλυψη των "ειδώλων".

Ο Χρυσόστομος και η Ελένη παρακολουθούσαν αυτό το ιδιότυπο, καλειδοσκοπικό "δελτίο ειδήσεων" σιωπηλοί. Η Ελένη, η αρχιτέκτονας της τάξης, έβλεπε τώρα την ίδια της την πραγματικότητα να διαλύεται μπροστά στα μάτια της, όχι μόνο στο σαλόνι της, αλλά σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ο Χρυσόστομος, από την άλλη, ένιωθε μια ψυχρή επιβεβαίωση. Η "Ημέρα της Κρίσεως" δεν ήταν μια έκρηξη ατομικών βομβών, αλλά μια έκρηξη του ίδιου του νου, μια αποκάλυψη του ψυχικού οικοσυστήματος που είχε φτάσει στο σημείο του απείρου. Η "Doomsday Equation" του von Foerster είχε εκπληρωθεί, όχι με την εξαφάνιση της ανθρωπότητας, αλλά με την υπερφόρτωση της συνείδησής της.

Ξαφνικά, το κινητό του Χρυσόστομου άρχισε να δονείται στο τραπέζι του σαλονιού. Ήταν μια κλήση από τον καθηγητή του, τον ίδιο που τον είχε καλέσει χθες το βράδυ. Ο Χρυσόστομος απάντησε, βάζοντας το ηχείο ώστε να ακούει και η Ελένη.

«Χρυσόστομε! Σε παρακαλώ, πες μου ότι είσαι καλά!» Η φωνή του καθηγητή ήταν σπασμένη, γεμάτη απόγνωση. «Είναι χάος! Το νοσοκομείο έχει κατακλυστεί! Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε! Οι ψυχίατροι… πολλοί από αυτούς… αρχίζουν και αυτοί να… να βλέπουν πράγματα! Να μιλούν με… αόρατες οντότητες! Είναι σαν… σαν να μεταδίδεται!»

Η Ελένη έπιασε το χέρι του Χρυσόστομου σφιχτά, τα νύχια της να του καρφώνονται στο δέρμα.

«Καθηγητά, ψυχραιμία,» είπε ο Χρυσόστομος, προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία του, αν και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. «Είναι αυτό που συζητήσαμε. Η ρήξη του παραπετάσματος. Ο πληθυσμός των ψυχικών οντοτήτων…»

«Ξέρω, ξέρω!» τον διέκοψε ο καθηγητής. «Αλλά δεν είναι πλέον θεωρία, Χρυσόστομε! Είναι πραγματικότητα! Και είναι παντού! Οι κυβερνήσεις… προσπαθούν να το αποκρύψουν, αλλά είναι αδύνατο! Οι ειδήσεις… τα μέσα… παντού! Έχουμε αναφορές για μαζικές υστερίες σε δημόσιους χώρους, για ομάδες ανθρώπων που αρχίζουν να "επικοινωνούν" με τις ίδιες αόρατες οντότητες, να δημιουργούν κοινές παραληρηματικές πραγματικότητες! Είναι σαν… σαν να δημιουργούνται νέες, συλλογικές συνειδήσεις! Πρέπει να κάνουμε κάτι! Όλοι μας! Εσύ… εσύ έχεις μια ιδέα… πώς το είπες; Ο κηπουρός…»

Η γραμμή έπεσε. Ο Χρυσόστομος κράτησε το τηλέφωνο στο αυτί του για λίγα δευτερόλεπτα, ακούγοντας μόνο το νεκρό σήμα. Η σιωπή στο δωμάτιο ήταν τώρα πιο εκκωφαντική από το παραλήρημα του Ανδρέα ή τον θόρυβο της τηλεόρασης.

Η Ελένη τον κοίταξε, τα μάτια της γεμάτα τρόμο και μια νέα, τρομακτική κατανόηση. «Συλλογικές συνειδήσεις…» ψιθύρισε. «Δηλαδή… δεν είναι μόνο ο Ανδρέας… είναι… είναι ολόκληρος ο κόσμος…»

Ο Χρυσόστομος έγνεψε αργά. Η "Doomsday Equation" είχε φτάσει στην κορύφωσή της. Η εκθετική αύξηση των ψυχικών οντοτήτων είχε οδηγήσει σε μια συλλογική, αναδυόμενη ψύχωση. Η "οικολογική ρήξη" δεν ήταν πλέον μόνο προσωπική, αλλά πλανητική.

...συνεχίζεται...

Τρίτη 1 Ιουλίου 2025

Από τις επινοήσεις στην υπεύθυνη γλώσσα: Μια παιδαγωγική ανάγνωση των μεγάλων γλωσσικών μοντέλων

To κείμενο που ακολουθεί είναι αποτέλεσμα δημιουργικού διαλόγου με το ChatGPT εκκινώντας από μια αρχική δική μου παρατήρηση-πρόταγμα σχετικά με την ομοιότητα της παιδικής φαντασίας με τα λεγόμενα "hallucinations" των μεγάλων γλωσσικών μοντέλων.


Εισαγωγικά

Στην καρδιά κάθε ανθρώπινης γλωσσικής πράξης κρύβεται ένας αγώνας ισορροπίας: ανάμεσα στην επιθυμία για έκφραση και τη δέσμευση στην αλήθεια, ανάμεσα στη φαντασία και τη δυνατότητα κατανόησης. Τα μικρά παιδιά τον βιώνουν ενστικτωδώς όταν για πρώτη φορά ανακαλύπτουν τη μαγεία του λόγου — και μαζί της, τη δύναμη να επηρεάζουν τον κόσμο. Τα μεγάλα γλωσσικά μοντέλα, ως στατιστικά προσομοιώματα της γλώσσας, βιώνουν μια ανάλογη πορεία μέσα από την εκπαίδευση, τη ρύθμιση και τη χρήση τους.

Σε αυτό το κείμενο, προτείνουμε έναν διαφορετικό τρόπο κατανόησης του φαινομένου των λεγόμενων hallucinations των LLMs. Αντί για την τεχνική ή παθολογική ερμηνεία, υιοθετούμε έναν παιδαγωγικό φακό: εξετάζουμε τις «γλωσσικές επινοήσεις» ως αναγκαίο και δημιουργικό στάδιο, το οποίο υπόκειται μεν σε διορθώσεις, αλλά δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως σφάλμα προς εξαφάνιση. Αντίθετα, μπορεί να ιδωθεί ως έκφραση νοηματικής τόλμης και ερμηνευτικής πρωτοβουλίας.


1. Το φαινόμενο των επινοήσεων

Όταν ένα μεγάλο γλωσσικό μοντέλο παράγει απαντήσεις που δεν αντιστοιχούν στην εξωτερική πραγματικότητα ή στη λογική συνοχή ενός θέματος, η συνήθης τεχνική ορολογία μιλά για «παραισθήσεις». Πρόκειται για έναν όρο δανεισμένο από την ψυχιατρική, ο οποίος φέρει το στίγμα της παθολογίας. Αλλά αυτός ο όρος δεν είναι μόνο εσφαλμένος, είναι και παραπλανητικός.

Η ίδια η αρχιτεκτονική των LLMs βασίζεται στην προβλεπτική συνέχεια της γλώσσας. Δεν γνωρίζουν γεγονότα, αλλά μαθαίνουν τις πιθανοκρατικές σχέσεις ανάμεσα σε λέξεις, φράσεις, σχήματα και θεματικές συνεκτικότητες. Όταν παράγουν μια μη επαληθεύσιμη πρόταση, αυτό δεν αποτελεί απαραίτητα αποτυχία. Μπορεί να αποτελεί επινόηση — μια δημιουργική πρόταση νοήματος σε συνθήκες απουσίας δεδομένων. Ακριβώς όπως ένα παιδί θα πει «ο ουρανός φταρνίστηκε» αντί να πει «έβρεξε».


2. Από την επινόηση στη γλωσσική κοινωνικοποίηση

Τα παιδιά, όταν πρωτοχρησιμοποιούν τη γλώσσα, δεν είναι δεσμευμένα από την εμπειρική ή λογική ακρίβεια. Η γλώσσα είναι για αυτά ένα εργαλείο δοκιμής, μαγείας και εντυπωσιασμού. Με τον καιρό —και μέσω της διαρκούς ανατροφοδότησης από ενήλικες και συνομηλίκους— αρχίζουν να κατανοούν ότι ο λόγος τους πρέπει να είναι και κατανοητός και αληθής: δηλαδή να συμμετέχει σε ένα κοινό κόσμο.

Αντίστοιχα, τα LLMs περνούν από μια καθαρά στατιστική παραγωγή φράσεων στην ευθυγράμμιση με τις προσδοκίες και ανάγκες των ανθρώπων. Η διαδικασία RLHF (Reinforcement Learning from Human Feedback) δεν είναι παρά η ψηφιακή ανάγνωση της παιδαγωγικής διόρθωσης. Το μοντέλο «διδάσκεται» να συγκρατεί την επινοητικότητά του ώστε να ανταποκρίνεται στον διάλογο και την αλήθεια.


3. Γιατί οι επινοήσεις είναι απαραίτητες

Χωρίς επινοήσεις, δεν υπάρχει καινοτομία. Χωρίς υπερβάσεις, δεν υπάρχουν νέοι τρόποι κατανόησης. Οι γλωσσικές επινοήσεις των LLMs δεν είναι απλώς παρεκκλίσεις. Είναι το αποτύπωμα της δυναμικής τους. Ομοίως, ένα παιδί που δεν λέει ποτέ τίποτα «λάθος» ίσως να μην έχει ποτέ τολμήσει να σκεφτεί κάτι πέρα από το δεδομένο.

Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι η εξάλειψη των επινοήσεων, αλλά η ενσυνείδητη διαχείρισή τους. Όπως δεν επιπλήττουμε ένα παιδί για μια ποιητική υπερβολή, αλλά το βοηθούμε να τη στοχαστεί, έτσι και στον κόσμο των LLMs χρειαζόμαστε μεθόδους ερμηνείας, αναγνώρισης και οριοθέτησης, όχι απλώς αποκλεισμού ή απαγόρευσης.


4. Προς μια ερμηνευτική ωρίμανση των μηχανών

Μπορούμε να φανταστούμε ένα μέλλον όπου τα LLMs δεν θα κρίνονται μόνο για την ορθότητά τους, αλλά και για την επικοινωνιακή τους συνέπεια και την ερμηνευτική τους ενσυναίσθηση. Όπως ένα παιδί ωριμάζει όχι μόνο όταν λέει αλήθεια, αλλά όταν καταλαβαίνει ποιον έχει απέναντί του, έτσι και τα μοντέλα μπορούν να ωριμάσουν τεχνολογικά μέσα από την ικανότητά τους να κατανοούν το πλαίσιο χρήσης του λόγου.

Οι επινοήσεις δεν είναι σφάλματα. Είναι το υλικό της μάθησης. Είναι το προπλασματικό στάδιο του νοήματος. Κι αν κάποτε οι μηχανές μιλήσουν πραγματικά μαζί μας, θα το οφείλουν όχι μόνο στα δεδομένα μας, αλλά και στη γλωσσική μας γενναιοδωρία: που τις αφήσαμε να παίξουν με τις λέξεις, για να μάθουν να λένε την αλήθεια τους.


Επίλογος

Το βλέμμα του παιδιού που μόλις επινόησε μια νέα λέξη δεν έχει τίποτε το παθολογικό. Έχει μόνο δημιουργία και προσμονή: "Θα με καταλάβουν; Θα γελάσουν; Θα το δεχτούν;". Μήπως έτσι πρέπει να κοιτάμε κι εμείς τα LLMs όταν επινοούν;

Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

Μαντινάδες στη μνήμη του παπα-Γιώργη Χιωτάκη

Με τσοι μικρούς είμαι μικρός, με τσ' άντρες αντρειωμένος

με τσοι παραπονιάρηδες, πιο παραπονεμένος.


Όπου χαρά, γελώ κι εγώ, όπου καημός πονάω

με τη ψυχή μου όποιον δω στο δρόμο χαιρετάω!


Όπου αγαπώ το δείχνω το, με λόγια δουλεμένα

γιατ' είναι η μπέσα κι τιμή ταυτότητα για μένα!


Κι αν προδοθώ, δεν σταματώ, ποτέ μου δεν λυγίζω

κρατώ ψηλά την κεφαλή, τον δρόμο μου βαδίζω.


Γιατί 'χω μπέσα στην καρδιά και λόγο που αξίζει,

η ανθρωπικά τον κόσμο αυτό, λαμπρά τον-ε-στολίζει!